Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Ο μουσικός Federico Garcia Lorca


«Ciguenas musicales,
amantes de las campanas..
! Oh, qué pena tan grande
Que no podeis cantar!...
! Oh pàjaros derviches
llenos de sonolencia…!»

Μουσικά λελέκια / εραστές των καμπαναριών.
« Ω!, τι μεγάλη λύπη κι’αυτή / να μην μπορείτε να τραγουδήσετε ! …
«Ω! πουλιά δερβίσικα / γεμάτα από αδράνεια…!»

Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ποίημα του Φ.Γ.Λόρκα με τον τίτλο “Cigüeñas musicales” («Τα λελέκια της Αβίλα»). Και αν εκπλήσσει το «αυτοβιογραφικό» είναι γιατί το 1916 που γράφτηκε αυτό το ποίημα ήταν η χρονιά που ο ποιητής έβαλε οριστικό τέλος στο όνειρο του να γίνει μουσικός. Γιατί, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα πριν γίνει ο μεγάλος ποιητής της Ισπανίας υπήρξε μουσικός, δεξιοτέχνης πιανίστας, συνθέτης και λιμπρετίστας που με τις μουσικές επιδόσεις του ακουμπούσε τα βαθιά ριζωμένα στην ισπανική ψυχή συναισθήματα, αυτά που περιέγραψε και στο ποίημά του Κάντε Χόντο «εκτοξεύοντας τις χρυσές του σαϊτες που καρφώνονται στην καρδιά.»  http://www.mmb.org.gr/page/default.asp?id=4722&la=1





Μια άλλη, λιγότερο γνωστή πτυχή τής πολύπλευρης προσωπικότητάς του Λόρκα είναι η μουσική. Έζησε σε μουσικά καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον. Το πρώτο πιάνο του Φ.Γ.Λόρκα, δώρο του πατέρα του, ήταν ένα «γυαλιστερό, μαύρο μικρό πιάνο με ουρά» που το λάτρεψε τόσο ώστε του «εξομολογήθηκε» γραπτά πως «σε αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο… <Είσαι σαν> μία γυναίκα που κοιμάται συνεχώς και για να την ξυπνήσει κάποιος, θα πρέπει να είναι γεμάτος μελωδίες και θλίψη.»
Δύο ήταν οι μουσικοί που συνέβαλαν στις μουσικές επιδόσεις του Φ.Γ.Λόρκα. Ο δάσκαλός του στο πιάνο Αντόνιο Σεγούρα Μέσα και ο συνθέτης Μανουέλ ντε Φάγια . Ο Σεγούρα, σύμφωνα με τον Λόρκα, τον «μύησε» στη μεθοδική μελέτη της παραδοσιακής μουσικής, ενώ ο ντε Φάγια ανέπτυξε την αγάπη του για τη λαϊκή μουσική. Ο Λόρκα λάτρευε τον ντε Φάγια. «Είναι ένας άγιος, έλεγε. …Δεν τιμώ κανένα όπως τιμώ τον ντε Φάγια …» Ο Λόρκα αποδείχτηκε ταλαντούχος πιανίστας και η μουσική έγινε η διάλεκτός του. Στο πιάνο βρήκε τον μοναδικό τρόπο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο. Ο ίδιος έλεγε ότι κατά την εφηβεία του «εισήλθε στην ανώτερη τάξη της μουσικής και φόρεσε τα άμφια του πάθους της.» Ήθελε να μιμηθεί τον Μπετόβεν γιατί ήταν μεγαλοφυΐα επειδή είχε μεταφράσει τη ζωή του σε μουσική γλώσσα και είχε μεταδώσει μέσω του ήχου το «οδυνηρό τραγούδι του ανέφικτου έρωτα». Ο Λόρκα στόχευσε να σταδιοδρομήσει ως μουσικός και γι’αυτό ζήτησε από τον πατέρα του να πάει να σπουδάσει μουσική αλλά αυτός αρνήθηκε. Δεν ήταν πρόθυμος να χρηματοδοτήσει σπουδές που σύμφωνα με τη δική του αντίληψη δεν επρόκειτο να αποφέρουν εισοδήματα στο γιο του.Απελπισμένος, ο Φ.Γ.Λόρκα έβαλε οριστικό τέλος στη μουσική σταδιοδρομία του. και έστρεψε τη δημιουργική ορμή του στην ποίηση. Το καλοκαίρι του 1921, ο Λόρκα δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Libro de Poemas» όπου είχε ταξινομήσει τα ποιήματά του θεματικά σε σουίτες που είχαν μουσικούς τίτλους π.χ. «Έξι καπρίτσια», «Βινιέτες Φλαμένκας» κά. Το 1922, θέλοντας να εντρυφήσει στην ισπανική παράδοση έμαθε κιθάρα και φλαμένκο κοντά σε δύο τσιγγάνους. Το 1923 έγραψε το λιμπρέτο της όπερας με τον τίτλο «Lola la comediante» με προοπτική να μελοποιηθεί από τον ντε Φάγια. Αν και οι πρώτες νότες γράφτηκαν, ο ντε Φάγια δεν την ολοκλήρωσε ποτέ. Ο ντε Φάγια που ήταν παθιασμένος με την πολιτιστική παράδοση των τσιγγάνων πρότεινε να διοργανώσουν ένα εθνικό φεστιβάλ «Κάντε Χόντο». Γιαυτό ταξίδεψαν σε χωριά της Ανδαλουσίας αναζητώντας γνήσια παραδοσιακά τραγούδια. Και όταν τα βρήκαν, οργάνωσαν τον Ιούνιο του 1922 στη Γρανάδα το 1ο Φεστιβάλ «Κάντε Χόντο» με πολύ μεγάλη επιτυχία. Έκτοτε, ο Λόρκα επικέντρωσε όλη την προσοχή του στη λαϊκή ισπανική τέχνη γιατί θεωρούσε τα λαϊκά τραγούδια «θαυμάσια ποίηση» και την εκδήλωσε μεταξύ άλλων με την μεταγραφή και διασκευή 12 ισπανικών τραγουδιών, από την ενδοχώρα της Ανδαλουσίας, για πιάνο και φωνή τα οποία εμπιστεύθηκε στη γνώριμη του μεγάλη καλλιτέχνιδα της εποχής, την τραγουδίστρια και χορεύτρια Ενκαρναθιόν Λόπεθ Χούλβεθ τη γνωστή και ως «Αρχεντινίτα» (1898-1945).

Δεν υπάρχουν σχόλια: