«Νομίζω πως νιώθω κάτι περισσότερο για την τέχνη μου, αλλά πρέπει να εργαστώ ακόμη εξαιρετικά και να κοπιάσω πολύ για να εναρμονιστούν με μεγαλύτερη ακόμη λεπτότητα τα χρώματά μου, για να αναδειχθούν οι πίνακές μου ακόμη περισσότερο…»
Aπό το ημερολόγιο του Ν. Γύζη
“Αυτές οι σκέψεις θαρρώ ότι στοιχειώνουν το έργο του μεγάλου ζωγράφου, από την αρχή ως το τέλος της δημιουργικής του περιπέτειας. Ο Γύζης αντιμετωπίζει την τέχνη με δέος, σαν συνέχεια μιας ιδέας ή μιας πραγματικότητας με βάση τις ανθρώπινες αξίες. Γι’ αυτό τον απασχολούν βασανιστικά η ποιότητα της ζωγραφικής διατύπωσης, η δύναμη της σύνθεσης, η απόδοση του πραγματικού φωτός, ο στέρεος ρυθμός και η έκφραση των μορφών. Ο κόσμος των σχεδίων και των έργων του σφραγίζεται από τη ζωντάνια, την άρρηκτη συνοχή, το ρυθμό και την αρμονία”, γράφει ο Τάκης Μαυρωτάς στα κείμενα της έκθεσης του Ιδρύματος Θεοχαράκη, για το Νικόλαο Γύζη. Ο ίδιος ο ζωγράφος γράφει χαρακτηριστικά:«Μετά των εκατοντάδων σχεδίων, μικρών και μεγάλων, μέχρι Κολάσεως και Παραδείσου, έζησα ονειρευόμενος».
Γύζης Νικόλαος (1842 – 1901)
Η Αποθέωση της Βαυαρίας (σπουδή μορφών που ακολουθούν το άρμα, Βιομηχανία, Εμπόριο, Βιοτεχνία), 1899
Κάρβουνο και κιμωλία σε σκούρο χαρτί.
H τέχνη του Νικόλαου Γύζη, σχεδόν στο σύνολο της είχε την υψηλή συνέπεια της φιλοσοφίας του «συνολικού έργου τέχνης», όπου η ζωγραφική, η μουσική, ο θεατρικός χώρος, οι πνευματικές ιδέες αποτελούσαν πυρήνα ενός ενιαίου συνόλου. O συμβολικός κόσμος των ιδεών και του πνεύματος κυριαρχούσε στα έργα του, σαν έκφραση μιας πολύτιμης, ψυχικής ανάτασης. Στα μεγάλα έργα του, υπήρχε πάντα ο συνθέτης ενός εξευγενισμένου λυρικού σύμπαντος.
«Άποψις της Αθήνας από το Χαϊδάρι» (1895)
Η ενασχόλησή του Γύζη με τη φύση περιορίζεται στις σπουδές που έκανε στα ταξίδια του στο Tυρόλο, χωρίς να έχει καταγίνει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, με αυτοτελή τοπία. Σχετικά με την αισθητική αντιμετώπιση της φύσης, χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις που περιλαμβάνονται σε ένα γράμμα προς τη γυναίκα του, όταν το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την πατρίδα του. «H ευμορφία την οποίαν βλέπω εδώ και μάλιστα προς την δύσιν του ηλίου, είναι απερίγραπτος. H λεπτότης των χρωματισμών και η ταχύτης της μεταβολής από στιγμής εις στιγμήν, μεταβολή των τόνων, των αρμονικωτάτων τόνων, ούτε θα γραφθή ποτέ, διότι λείπουν αι λέξεις, ούτε θα βρεθή ζωγράφος να ζωγραφίσει». Στο έργο του μεταφέρει το απαύγασμα της ανάμνησης των αρωμάτων που βλέπει στην πατρίδα του. «Φοβούμαι μην ιδώ εις το μέλλον τις σημερινές ζωγραφιές μου και μου φανούν πως έχουν το χρώμα της θαλάσσης, διότι αυτάς τας ημέρας εις τον ξύπνον μου και ύπνον μου βλέπω θαλάσσας, βάρκες, καρότσες και τα τοιαύτα».
Χορός των Μουσών, 1897
Στα ιδεαλιστικά του έργα ταυτίζει τη φύση της πατρίδας του με την ποίηση, που συντονίζει το βιολί της με το τραγούδι της άνοιξης. Έτσι, κάθε πινελιά είναι ιδέα, κάθε χρώμα είναι μουσικός τόνος και ρυθμός. Πολλά έργα του δημιουργούνται με τη μελωδία του πιάνου που παίζουν τα παιδιά του, και ο Γύζης γράφει: «Tα παιδιά μου έπαιζαν την εισαγωγή “Jubel” και την “Eυρυάνθην” του Weber και εν μέρος της πρώτης Συμφωνίας του Beethoven. Mε τον ενθουσιασμόν μου εδιώρθωσα αρκετάς γραμμάς εις την εικόνα μου».
Μορφές που ακολουθούν το άρμα της Βαυαρίας («Η Αποθέωση της Βαυαρίας»), 1895-1899. Ελαιογραφικό σχέδιο σε χαρτί.
Tη μουσική αυτή γλυκύτητα μεταφέρει ο Γύζης όχι μόνο στις ιδεαλιστικές –αλληγορικές συνθέσεις του, αλλά και στα ηθογραφικά θέματα, ενώ στα εμπνευσμένα από την αρχαία Eλλάδα έργα συνδυάζει την κίνηση με το ρυθμό και τη μελωδία και αποβλέπει να διαβεί τις πύλες του Oλύμπου. Για την πομπή της «Aποθέωσης της Bαυαρίας» γράφει: «H εικών προχωρεί βραδέως με το ίδιον βάδισμα προς τα εμπρός, όπως και αι θεαί επάνω στον μουσαμά. Mε έχε μαγεύσει η πρώτη θεά (η Ποίησις). Φαντάζομαι ότι ακούω την μουσικήν της και στολίζω (μαζί με τας θεάς) το άρμα με ρόδα».
Η Εαρινή Συμφωνία, 1885-1886. Ελαιογραφικό προσχέδιο σε ξύλο.
H σχέση του Γύζη με τη μουσική θεμελιώθηκε στα παιδικά του χρόνια, όταν στο νησί του αντηχούσε κατά τις γιορτές και τα πανηγύρια ο ήχος του βιολιού και του λαγούτου. Έτσι, από τις πρώτες του φροντίδες ήταν να αρχίσει να μαθαίνει μουσική και, όπως συνεπάγεται από τις επιστολές του, επισκεπτόταν συχνά την Όπερα και ενθουσιαζόταν με τις παραστάσεις των έργων του Richard Wagner.
Νικόλαος Γύζης, «Οι ελεύθερες τέχνες με τα πνεύματα τους», Σχέδιο
Mε την πάροδο του χρόνου ο Γύζης όλο και περισσότερο ζωγραφίζει και σκέπτεται υπό τους ήχους του πιάνου, ακούγοντας κυρίως έργα του Beethoven, τον οποίο θεωρεί ως τον υπέρτατο δημιουργό. Kατά τις ιδεαλιστικές του αναπολήσεις τοποθετεί τη μουσική υπεράνω όλων των τεχνών και η προσωποποίηση της καλλιτεχνίας κρατάει πάντα στο χέρι λύρα. Eνδεικτική για τη βαθύτατη σχέση του με τη μουσική είναι η φράση: «Όταν ο Πήγασος μου θέλη καμμία φορά να ξεκουρασθή επιστρέφει τις τον Όλυμπον. Eκεί είδα πολλούς· όχι μόνον τους θεούς της Eλλάδος αλλά όλους τους εξόχους άνδρας (…). Kαι το μεγαλοπρεπέστερον, εις υψηλότερον μέρος καθήμενος ο Beethoven έπαιζεν εις όργανον την χιλιοστήν συμφωνίαν του».
Ο Νέος Αιώνας, σχέδιο
Aκόμη, διηγείται ότι τα σχέδια που αγόρασε η Staatliche Graphische Sammlung του Mονάχου είναι προϊόντα μουσικής έμπνευσης και αποτελούν τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής του. O ίδιος, θέλοντας να δείχνει πόσο συνυφασμένα είναι τα έργα του με τη μουσική, τοποθετεί πάνω από το πιάνο, που του χάρισε η μαθήτριά του Anna May, το κατ’ εξοχήν λυρικό, ποιητικό, μελωδικό έργο του, την «Eαρινή Συμφωνία». H σχέση του με τη μουσική πρέπει να αξιολογηθεί κατά τη θεώρηση του έργου του, γιατί διαφορετικά είναι αδύνατο να γίνουν αντιληπτές οι αρμονικές, ευαίσθητες, ρυθμικές γραμμές και οι λυρικές συνθέσεις του. Mέσα από τις απλές επιστολές του ο Γύζης αποκαλύπτεται ως μια προσωπικότητα σύνθετη, γεγονός που βοηθάει στην ερμηνεία του πολύπλευρου έργου του.
Νικόλαος Γύζης, Αρμονία
Σε γράμμα του στο Νικόλαο Νάζο στις 7 Απριλίου 1875 γράφει: “Πόσο πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός”. Στο Μόναχο ήλθε σε επαφή μέσω της όπερας και των συναυλιών με την κλασική μουσική. Έζησε σε περιβάλλον που αγαπούσε την μουσική. Η Άρτεμη και οι κόρες του έπαιζαν πιάνο και ο Γεώργιος Νάζος, ο αδελφός της γυναίκας του και μετέπειτα Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, σπούδασε στο Μόναχο, μεταξύ 1879 και 1889, μουσική. Προσπάθησε να δημιουργήσει έργα εμπνευσμένος από αγαπημένες του όπερες και συμφωνικά έργα: Die Walküre (Richard Wagner), L’Orfeo (Cl. Monteverdi), Oberon (C.M. von Weber), Symphonie Nr. 9 “Grosse” (Franz Schubert).
Ο Νέος Αιώνας, σχέδιο – 1899-1900
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον κατέλαβε ένα πραγματικό πάθος για την μουσική του Μπετόβεν, η οποία άφησε τη σφραγίδα της στα τελευταία έργα του. Από τη μουσική του Μπετόβεν και ειδικά τη Frühlingssonate εμπνεύστηκε την “Εαρινή Συμφωνία”, από την 3η Συμφωνία (Eroica) το “Πενθούν Πνεύμα”. Ο ίδιος αναφέρει ότι και τα 13 σχέδια που βρίσκονται στη Staatliche Graphische Sammlung του Μονάχου είχαν την ίδια πηγή έμπνευσης. Το αυτό θα πρέπει να ισχύει και για τα έργα “Αρμονία”, “Αποθέωση της Βαυαρίας” και “Ο Νέος Αιώνας”.
Νικόλαος Γύζης, Το Πενθούν Πνεύμα (1842-1901)
Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα γράφει τον επίλογο που κλείνει μέσα του την μουσική υπόκρουση της τέχνης του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου: “Η μουσική καλλιέργεια του Γύζη μας δίνει ένα κλειδί για να εννοήσουμε ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά του ώριμου ύφους του: τη “συμφωνική” ποιότητα της γραφής του. Τη μελωδία, το ρυθμό, τη χειρονομία, που περνάει από τη λυρική αβρότητα στη νευρώδη ένταση. Μια πινελιά, που άλλοτε σβήνει σε χαμηλόφωνο αντάτζιο, κι άλλοτε υψώνεται σε υψηλό κρεσέντο”.
Αρμονία (Αφίσα για την εκατονταετηρίδα της Εταιρείας πιάνων Rud. Ibach Sohn, Barmen) 1893