Έχουμε αναφερθεί ξανά στην βαθμιαία ανάδυση
νέων, περιφερειακών μουσικών χώρων,
που, ως προς το μέγεθος, το προβαλλόμενο ρεπερτόριο αλλά και το κοινό
προς το οποίο αποτείνονται, ουδεμία σχέση έχουν με «παραδοσιακές»
αίθουσες συναυλιών όπως το Μέγαρο, ο «Παρνασσός», το Ινστιτούτο Γκαίτε ή
αίθουσες ρεσιτάλ ωδείων όπως του «Φίλιππος-Νάκας» ή του “Athenaeum”.
Τους νέους αυτούς χώρους θα χαρακτηρίζαμε ως
“fringe” (περιθωριακούς), με το ειδικό περιεχόμενο και τους θετικούς συσχετισμούς που φέρει ο όρος αυτός στην
Δύση.
Πρωτοεμφανίστηκαν πριν δύο-τρία χρόνια καταθέτοντας τις συνειδητά
εκκεντρικές προτάσεις τους με πολύ ενδιαφέροντα χρονισμό, την ίδια
στιγμή που μείζονες θεσμοί και κεντρικοί χώροι εκδηλώσεων άρχιζαν να
πλήττονται από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Ασφαλώς, ουδείς θα
ισχυριζόταν ότι η παρέμβασή τους αναστατώνει την τοπογραφία ή
διαταράσσει διαμορφωμένες βασικές ισορροπίες της αθηναϊκής μουσικής
ζωής. Ωστόσο, τα όσα συμβαίνουν εκεί συνιστούν καλομελετημένες
μίκρο-αντι-προτάσεις.
Συχνά, μάλιστα, το ενδιαφέρον τους ισομοιράζεται ανάμεσα στα ίδια έργα
και στον τρόπο που αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους ενεργοποιώντας
συνειρμούς, φωτίζοντας συγγένειες, παραπέμποντας σε εξωμουσικά
συμφραζόμενα κλπ. Τέλος, ας μη γελιόμαστε: στη χώρα μας ο ιστορικός
(δηλαδή ο προ του 1950)
μουσικός μοντερνισμός
εξακολουθεί να θεωρείται απαγορευτικά δύσπεπτος, ενώ -για να θυμηθούμε
λίγο τον Μπρεχτ!- η πρόσληψη της σοβαρής μουσικής συνεχίζει να
συντελείται κυρίως ως
«γαστριμαργική» απόλαυση και πολύ λιγότερο ως πολιτιστικό γεγονός με προεκτάσεις. Συνεπώς η δυνατότητα να ακούσει κανείς ζωντανά
σπάνιο ρεπερτόριο,
και μάλιστα έξυπνα διασυνδεδεμένο με ιστορικά ή σύγχρονα συμφραζόμενα,
λειτουργεί πολλαπλώς θετικά: ως σωτήρια παρακαμπτήριος που δίνει
διεξόδους, προσφέρει ευκαιρίες να κερδηθεί χαμένος χρόνος και να
καλυφθούν χρόνια ελλείμματα εκσυγχρονισμού, ξαναχαρίζει στην ακρόαση της
σοβαρής μουσικής την ζωογόνο αίσθηση της συνάφειας με το παρόν και της
περιπέτειας, του απροσδόκητου και του επικίνδυνου…