Σαν σήμερα 3 Σεπτεμβρίου 1695 γεννήθηκε ο Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας, του ύστερου Μπαρόκ Pietro-Antonio Locatelli
Βιογραφικά
Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Λοκατέλι. Στα νεανικά του χρόνια ήταν ο τρίτος τη τάξει βιολονίστας στο παρεκκλήσι Cappella Musicale της εκκλησίας Santa Maria Maggiore του Μπέργκαμο, όπου θεωρείτο εξαιρετικός εκτελεστής. Οι πρώτοι του δάσκαλοι στο βιολί, ήσαν πιθανότατα οι Λ. Φερονάτι (Ludovico Ferronati) και Κ. Μαρίνο (Carlo Antonio Marino), μέλη του παρεκκλησίου, ενώ ο μαέστρος της εκεί ορχήστρας Φ. Μπαλαρότι (Francesco Ballarotti) μπορεί να τού είχε διδάξει σύνθεση. Το φθινόπωρο του 1711, ο Λοκατέλι αναχώρησε για τη Ρώμη, αποσκοπώντας σε μεγαλύτερη αναγνώριση.
Ο Λοκατέλι άρχισε να σπουδάζει εκεί από το φθινόπωρο του 1711, κατά πάσα πιθανότητα υπό τον Τζουζέπε Βαλεντίνι (Giuseppe Valentini) ή, για σύντομο χρονικό διάστημα, υπό τον φημισμένο Αρκάντζελο Κορέλι (Arcangelo Corelli), ο οποίος όμως πέθανε το Ιανουάριο του 1713.[4] Σε μια επιστολή προς τον πατέρα του στο Μπέργκαμο, με ημερομηνία 17 Μαρτίου του 1714, ο Λοκατέλι έγραφε, ότι ήταν μόνιμο μέλος του συνόλου Compita Accademia di varj instrumenti, στο παρεκκλήσι του πρίγκιπα Μ. Καετάνι Α’ (Michelangelo I Caetani) (1685-1759), όπου ο Βαλεντίνι εργαζόταν ως εκτελεστής και συνθέτης (Suonator di Violino, e Compositore di Musica), τουλάχιστον από το 1710.Μεταξύ των ετών 1716 και 1722, ο Λοκατέλι υπήρξε επίσης μέλος του συνόλου Congregazione generale dei Musici di S. Cecilia, υπό την προστασία του ιεράρχη και μελλοντικού καρδιναλίου Κ. Σίμπο (Camillo Cybo).[7] Επιπλέον, πιθανόν να έπαιζε και σε άλλους οίκους ή παρεκκλήσια Ρωμαίων ευγενών της εποχής, για παράδειγμα, στον καρδινάλιο Π. Οτομπόνι (Pietro Ottoboni) της εκκλησίας San Lorenzo e San Damaso, μάλλον μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 1723.
Εκείνη την εποχή, ο Λοκατέλι έκανε το ντεμπούτο του ως συνθέτης. Το 1721, το έργο του, 12 Κοντσέρτι Γκρόσι, έργο 1 (XII Concerti Grossi Op. 1), εκδόθηκε στο Άμστερνταμ και ήταν αφιερωμένο στον Camillo Cybo.
Μεταξύ 1723-1728, ο Λοκατέλι ταξίδεψε σε πολλά μέρη, κυρίως της Ιταλίας και της Γερμανίας. Μερικές από τις πόλεις που επισκέφθηκε ήσαν η Μάντοβα, η Βενετία, το Λονδίνο, το Μόναχο, η Δρέσδη, το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και το Κάσελ. Πιθανώς οι περισσότερες από τις κοντσερτάντε συνθέσεις του, που δημοσιεύτηκαν αργότερα στο Άμστερνταμ, συμπεριλαμβανομένων των κοντσέρτων για βιολί και των καπρίτσιων, γράφηκαν κατά την περίοδο αυτή. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ θεωρείται ότι οι εμφανίσεις του, τον έκαναν διάσημο, δεν υπάρχει κάποια πηγή που να αναφέρεται στην υψηλή δεξιοτεχνία του.[10] Η δραστηριότητα του Λοκατέλι στην Αυλή του αντιβασιλέα της Μάντοβα, Philipp von Hessen-Darmstadt, αποδεικνύεται από ένα έγγραφο του 1725, στο οποίο ο ίδιος τον κατονομάζει ως Virtuoso Nostro (=ο δεξιοτέχνης μας). Ωστόσο, πόσο συχνά και σε τι βαθμό ποιότητας ήσαν αυτές οι συναυλίες του Λοκατέλι, στη συγκεκριμένη Αυλή, δεν είναι γνωστά.[11] Επίσης, άγνωστος είναι και ο χρόνος της δραστηριότητάς του στη Βενετία.
Μία αναφορά περιγράφει την επίσκεψή του Λοκατέλι στο Μόναχο. Στις 26 Ιουνίου 1727, ο «ξένος δεξιοτέχνης Λοκατέλι» εισέπραξε αμοιβή δώδεκα διπλών χρυσών νομισμάτων (goldguldens) από τον Διευθυντή Ορχήστρας του Ελέκτορα.
Μόλις ένα χρόνο αργότερα, το Μάιο του 1728, ο συνθέτης επισκέφθηκε την πρωσική Αυλή του Βερολίνου. Ο ίδιος, ο Αύγουστος ο Β’ (Augustus ΙΙ) και εκλεκτορική συνοδεία περίπου 500 ατόμων - συμπεριλαμβανομένων των Γιόχαν Γκέοργκ Πιζέντελ (Johann Georg Pisendel), Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς (Johann Joachim Quantz) και Σίλβιους Λέοπολντ Βάις (Silvius Leopold Weiss) - μεταφέρθηκαν από τη Δρέσδη στο Πότσνταμ. Μία καταγραφή σχετικά με την απόδοση του Λοκατέλι ενώπιον του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α’ (Frederick William I) περιγράφει γλαφυρά την εμφάνιση του μουσικού, γεμάτου από «αυτοπεποίθηση και ματαιοδοξία» φορώντας αστραφτερά, διακοσμημένα με διαμάντια ρούχα. Ωστόσο, οι ακροατές-αριστοκράτες μάλλον προτιμούσαν τον -επίσης βιολονίστα- Γιόχαν Γκότλιμπ Γκράουν (Johann Gottlieb Graun), από τον Λοκατέλι.
Σύμφωνα με το μητρώο ενός πλούσιου συλλέκτη αυτογράφων, ο Λοκατέλι, βρισκόταν στις 20 Οκτωβρίου 1728 στη Φρανκφούρτη. Εκεί αναφέρεται και μια μίνι έκδοση του Andante από τη Σονάτα αρ. 3, έργο 2 για πιάνο.Ο τελευταίος γνωστός σταθμός του βιολονίστα ήταν το Κάσσελ, όπου έλαβε την πολύ υψηλή αμοιβή των 80 ταλήρων (reichsthaler) μετά την επίσκεψή του στον Κάρολο Α’, την 7η Δεκεμβρίου του 1728. Χρόνια αργότερα, το 1786, ο οργανίστας, Γ. Β. Λούστιγκ (Jacob Wilhelm Lustig) δήλωσε ότι ο Λοκατέλι είχε «προβλήματα με το βιολί του», προκαλώντας «έκπληξη στους ακροατές».
Ο Λοκατέλι ήταν σύγχρονος του Λεκλέρ, με τον οποίο γνωρίζονταν προσωπικά και είχαν παίξει μαζί στο Λονδίνο και στο Κάσελ. Μάλιστα, τού είχε δώσει και κάποιες βιόλες, όταν τον επισκέφθηκε στο Άμστερνταμ, μεταξύ 1738 και 1743. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, όταν έπαιζαν ντουέτο, ο Λεκλέρ ακουγόταν σαν «άγγελος» και ο Λοκατέλι σαν «διάβολος»!
Το 1729 ο Λοκατέλι μετακόμισε στο Άμστερνταμ, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Εκεί, δεν συνέθεσε στο βαθμό που το έκανε άλλού, αλλά παρέδιδε μαθήματα βιολιού σε ερασιτέχνες και, κυρίως, επιμελήθηκε την έκδοση αρκετών έργων του (Opus 1-9), αλλά και έργα άλλων μουσικών, όπως το Opus 2 του Τζιοβάνι Μπατίστα Μαρτίνι (Giovanni Battista Martini).[17] Επίσης, έκανε και κάποιες εμφανίσεις, διευθύνοντας το Collegium Musicum, αλλά σε κλειστό κύκλο, μόνο για άτομα που αγαπούσαν τη μουσική ερασιτεχνικά, όχι για επαγγελματίες μουσικούς. Ένας Άγγλος, ο οποίος τον άκουσε το 1741, έγραψε κάποτε: «[...] φοβάται τόσο πολύ τους ανθρώπους που μαθαίνουν από αυτόν, ώστε δεν θα δεχθεί έναν αναγνωρισμένο μουσικό στις συναυλίες του». Μερικοί πλούσιοι λάτρεις της μουσικής, οι οποίοι έπαιξαν ως ερασιτέχνες μαζί του, τον βοήθησαν να γίνει πολύ εύπορος. Άλλωστε, στους αριστοκρατικούς κύκλους της εποχής, ήταν πολύ αναγνωρισμένος, τον θαύμαζαν ως δεξιοτέχνη και συνθέτη και τον υποστήριζαν.
Το 1741 άνοιξε ένα κατάστημα πωλήσεων για χορδές βιολιού και κέρδισε περίπου 1500 φιορίνια (gulden) το 1742 και μόνο, το υψηλότερο εισόδημα από όλους τους μουσικούς στο Άμστερνταμ. Είναι άγνωστο γιατί, από το 1744, όταν κυκλοφόρησε το Op. 8, μέχρι το 1762, όταν κυκλοφόρησε το Op. 9, δεν υπήρξαν αναφορές από ακροατές, καθώς και τους μουσικούς δημοσιογράφους και αναλυτές για τη δράση του.[19]
Ο Λοκατέλι πέθανε το 1764 στο σπίτι του στην οδό Prinsengracht, του Άμστερνταμ.
Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με πάνω από χίλια έγγραφα που δείχνει το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και την επιστήμη, βρέθηκε στην κατοχή του Λοκατέλι. Περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, έργα θεολογικά, εκκλησιαστικής ιστορίας, πολιτικά, γεωγραφικά, ιστορίας της τέχνης, μαθηματικών, ακόμη και ορνιθολογίας! Η καθαρά μουσική θεωρητική βιβλιογραφία του χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, ενώ είχε έργα όλων των μεγάλων συγγραφέων από το Δάντη και μετά. Ανάμεσα στις πολλές παρτιτούρες -δημοσιευμένες και άδετες- υπήρχε μια συλλογή έργων του Αρκάντζελο Κορέλλι. Επίσης υπήρχαν φωτογραφίες από ολλανδούς, ιταλούς και γάλλους δασκάλους (masters). Μεγάλο μέρος της συλλογής του βγήκε σε πλειστηριασμό τον Αύγουστο του 1765
Στο Άμστερνταμ, ο Λοκατέλι βρέθηκε στην πόλη-κέντρο των ευρωπαϊκών μουσικών εκδόσεων. Εκεί εξέδωσε τα έργα του 2 έως 6, 8 και 9, καθώς και μια νέα έκδοση του εργου 1, και το έργο 7 στη γειτονική πόλη του Λέιντεν. Γενικά, πολύ προσεκτικά ασχολήθηκε με άψογες εκδόσεις, δίνοντας τα καλώς οργανωμένα έργα του σε διαφορετικούς εκδότες, ενώ ο ίδιος επιμελήθηκε και πούλησε τα λιγότερο οργανωμένα έργα του.
Τα έργα του Λοκατέλι μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
Έργα δεξιοτεχνίας
Αντιπροσωπευτικά έργα για μεγάλα σύνολα
Έργα μουσικής δωματίου και διάφορα μικρότερης εμβέλειας έργα, για μικρότερα σχήματα.
Σύγκριση του Καπρίτσιου αρ. 1 , του έργου 1 του Παγκανίνι, με το Καπρίτσιο αρ. 7, του έργου 3 του Λοκατέλι
Στην πρώτη κατηγορία, παραδείγματα είναι τα Κοντσέρτα για Βιολί, έργο 3 -με τα συνοδά Καπρίτσια- και οι Σονάτες για Βιολί, έργο 6 με ένα Καπρίτσιο. Και τα δύο έργα, και ιδιαίτερα το έργο 3, έχουν προδιαγραφές για δεξιοτέχνες και, έκαναν γνωστό τον συνθέτη σε όλη την Ευρώπη. Τα Καπρίτσια (Capricci) ήσαν πολύ σημαντικά κομμάτια για μελέτη και εξάσκηση, αλλά δεν συνετέθησαν για δημόσιες εκτελέσεις.[21] Εκεί φαίνεται η μεγάλη επιρροή στον Παγκανίνι, λ.χ. το Καπρίτσιο του Παγκανίνι έργο 1, αρ. 1 είναι παρόμοιο με το Καπρίτσιο αρ 7. του Λοκατέλι.
Τα Κοντσέρτα των έργων 1, 4 και 7, βασίζονται στο έργο 6 του Κορέλι. Τα έργα αυτά συνέβαλαν πολύ στο να φέρουν το Μπαρόκ σε μια ύστερη φάση Μανιερισμού. Ειδικά το έργο 4 ακολουθεί τη μορφή της ναπολιτάνικης συμφωνικής όπερας.
Από Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου