Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

"Τα θερινά ραντεβού της όπερας"

«Πάρσιφαλ» σε σκηνοθεσία Στέφαν Χέρχαϊμ, στο Φεστιβάλ του Μπάιροϊτ.

Κάθε χρονιά, καθώς ολοκληρώνεται η τακτική καλλιτεχνική περίοδος των ευρωπαϊκών λυρικών θεάτρων, ανοίγει ένας άλλος, διαφορετικού τύπου και περιεχομένου κύκλος πυρετώδους δράσης για την όπερα, αυτός των θερινών φεστιβάλ. 

«Πάρσιφαλ» σε σκηνοθεσία Στέφαν Χέρχαϊμ, στο Φεστιβάλ του Μπάιροϊτ. Από τη μια μέρα στην άλλη, ένας ολόκληρος κόσμος αποτελούμενος από ορχήστρες, μουσικούς, τραγουδιστές, χορωδούς, αρχιμουσικούς, χορευτές, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, φωτιστές και εκατοντάδες άλλων ανθρώπων του θεάτρου, που υπηρετούν αφανώς τις υποστηρικτικές ειδικότητες μιας οπερατικής παραγωγής, συρρέουν από διάφορα μέρη στους χώρους των θερινών φεστιβάλ για να συνεργαστούν στις τελικές φάσεις προετοιμασίας των παραστάσεων.
Στις προκαθορισμένες ημερομηνίες, όταν οι παραπάνω θα έχουν ολοκληρώσει τη συνεργασία τους, πλήθη φίλων της όπερας σπεύδουν από διάφορες χώρες για να παρευρεθούν στα πολυαναμενόμενα -συνήθως και ακριβοπληρωμένα!- ραντεβού με τα ανεπανάληπτα αυτά γεγονότα που είναι οι φεστιβαλικές παραστάσεις. Γιατί είναι τόσο σημαντικές αυτές οι συναντήσεις; Τι τις κρατάει ζωντανές; Σίγουρα κάτι πολύ παραπάνω από το περιστασιακό «ένα βράδυ στην όπερα» ή την παρακολούθηση της ματαιόδοξης παρέλασης κοινωνικών και καλλιτεχνικών διασημοτήτων.

* Πίσω και βαθύτερα από αυτά τα επιφαινόμενα, εκείνο που συνδέει τα ετερόκλητα, πολυεθνικά πλήθη -ανάμεσά τους βλέπει κανείς όλο και συχνότερα Ασιάτες και Ανατολικοευρωπαίους- είναι η βαθιά ριζωμένη αίσθηση συμμετοχής στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά της όπερας ως πολύτιμης περιπέτειας ενεργών ιδεών και αισθημάτων που διαπερνούν γλώσσες, χρόνο και εθνικά σύνορα. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο που οι πιο ενδιαφέρουσες από τις προσφερόμενες παραγωγές είναι κατά κανόνα εκείνες που πετυχαίνουν να ανανεώσουν τη σχέση με αυτό το κοινό ιστορικό απόθεμα μέσα από ουσιαστικές κριτικές θεωρήσεις και αναθεωρήσεις ή να το επεκτείνουν δίνοντας ευκαιρία σε νέα έργα να κατακτήσουν ακροατήρια.
Τα μουσικά περιοδικά καταγράφουν εκατοντάδες ευρωπαϊκών θερινών φεστιβάλ όπερας, ποικίλης εμβέλειας, σημασίας και απήχησης, τα περισσότερα από τα οποία διαφημίζουν τα προγράμματά τους μέσα από εξαιρετικής λειτουργικότητας, ουσιαστικής βαρύτητας και αισθητικής -ουδεμία σχέση με τα καθ' ημάς!- διαδικτυακούς τόπους.
Η παρέλαση των θεσμών μοιάζει δίχως τέλος καθώς επίσης η ποικιλία και η θεματική εξειδίκευση των προσφερόμενων παραγωγών: Ζάλτσμπουργκ, Πέζαρο, Μπάιροϊτ, Ινσμπρουκ, Μπον, Οράνζ, Μπρέγκεντς, Γκλάιντμπορν, Ντρότνινγκχολμ, Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Γκέτινγκεν, Τριενάλε Ρουρ, Εξ-αν-Προβάνς, Αβινιόν, Μόναχο, Βερόνα, Ματσεράτα, Σπολέτο, Αγία Πετρούπολη, Εδιμβούργο, Λουκέρνη, Μοντρέ, Φερμπιέ...
Υπηρετώντας με γνώση, συνέπεια και υψηλό επαγγελματισμό έναν πραγματιστικά ισορροπημένο συνδυασμό διασκέδασης και πολιτιστικής ανανέωσης οι θεσμοί αυτοί αποτείνονται σε ένα πολύ πλατύ ακροατήριο με ευρέος φάσματος παιδεία και μέσο έως υψηλό εισόδημα. Αρκετοί προβάλλουν την εθνική κουλτούρα της διοργανώτριας χώρας, όμως δίχως εθνικιστικές εμμονές και με βασικό, έμμεσο ή άμεσο, ζητούμενο τον διάλογο μέσα από δίχως προκαταλήψεις ανταλλαγές απόψεων και οπτικών.
* Στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας βρίσκονται πάντα τα δύο μεγάλα φεστιβάλ του γερμανόφωνου χώρου, Ζάλτσμπουργκ και Μπάιροϊτ. Λόγω προϊστορίας, μεγέθους και κεντρικής θέσης στην πολιτιστική ζωή της Αυστρίας και της Γερμανίας αντίστοιχα, εξακολουθούν να νέμονται τη μερίδα του λέοντος σε ιδιωτικές κυρίως χορηγίες -Audi, Siemens, Credit Suisse, Nestle κ.ά.- συνεπώς η οικονομική κρίση δεν τα αγγίζει σοβαρά. Ομως, αν και οι παραγωγές τους εξακολουθούν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, εδώ και αρκετόν καιρό αμφότερα περνούν αυτό που θα περιγράφαμε ως κρίση ταυτότητας.
Αλλωστε και συνολικά η δομή και το πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτιστικών δράσεων αλλάζουν πλέον ριζικά υπό το καθεστώς της οικονομικής κρίσης. Στο Ζάλτσμπουργκ, δέκα χρόνια μετά τη λήξη της θητείας του Ζεράρ Μορτιέ (1990-2011), που διαδεχόμενος τον θανόντα Κάραγιαν οδήγησε τον θεσμό σε μια λαμπερή, γόνιμα καινοτόμο δεκαετία δράσης, τα πράγματα παραμένουν κολλημένα σε μια αναπόφευκτη(;) φάση συντηρητικής υποστροφής: οι προγραμματισμοί ξαναέγιναν και παραμένουν πιο συντηρητικοί, επέστρεψαν τα μεγάλα main-stream ονόματα, ενώ το ρεπερτόριο του 20ού αιώνα και οι ακραία προκλητικές σκηνοθεσίες περιορίστηκαν προσελκύοντας πάλι το περιζήτητο -και συντηρητικότερο- πλούσιο κοινό.
Στο φετινό πρόγραμμα, που διαρκεί ως το τέλος Αυγούστου, περιλαμβάνονται τρεις νέες οπερατικές παραγωγές: «Η γυναίκα χωρίς σκιά» του Ρίχαρντ Στράους, σε σκηνοθεσία Κρίστοφ Λόι, μουσική διεύθυνση Κρίστοφ Τίλεμαν, «Μάκβεθ» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, διεύθυνση Ρικάρντο Μούτι, και «Η υπόθεση Μακροπούλου» του Γιάνατσεκ, σε σκηνοθεσία Κρίστοφ Μάρταλερ και διεύθυνση Εζα-Πέκα Ζάλονεν. Σε αναβίωση ξαναπαρουσιάζεται η τριλογία Ντα Πόντε του Μότσαρτ, που σκηνοθέτησε ο Κλάους Γκουτ: «Οι γάμοι του Φίγκαρο» δοσμένοι σε ένα σκηνικό-αναφορά στις «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν, ο «Ντον Τζοβάνι», όπου οι πρωταγωνιστές περιπλανώνται χαμένοι στο δαντικής αναφοράς δάσος της επιθυμίας, και το ψυχαναλυτικής αιχμηρότητας «Ετσι κάνουν όλες». Τέλος σε συναυλιακή μορφή θα δοθούν «Το αηδόνι» του Στραβίνσκι και η «Ιολάντα» του Τσαϊκόφσκι -με συμμετοχή της Αννας Νετρέμπκο στον επώνυμο ρόλο- υπό τον Αϊβορ Μπόλτον. Το πρόγραμμα συμπληρώνουν συμφωνικές συναυλίες, συναυλίες νέας μουσικής και θέατρο.
Το Μπάιροϊτ περνά επίσης τη δική του κρίση, που οφείλεται σε διαφορετικά αίτια. Ως τα μέσα της δεκαετίας του '90, ήταν η μοναδική διοργάνωση στον κόσμο όπου κανείς μπορούσε -αν βεβαίως έβρισκε εισιτήρια!- να παρακολουθήσει ολόκληρο το «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» συν τρεις ακόμη όπερες του Βάγκνερ μέσα σε ένα δεκαήμερο. Εκτοτε, άλλαξαν πολλά: η οικονομική άνθηση του τέλους της χιλιετίας επέτρεψε σε πολλά μεγάλα λυρικά θέατρα να κάνουν δικές τους παραγωγές πλήρους «Δαχτυλιδιού», ενώ η αφύσικη επιτάχυνση διαδοχής νέων σκηνοθεσιών ώθησε στα όρια τις δυνατότητες ουσιαστικών ανανεωτικών θεωρήσεων του βαγκνερικού opus magnum.
Διόλου τυχαία, οι τελευταίες δύο σκηνοθεσίες του στο Μπάιροϊτ, αυτή του Γιούργκεν Φλιμ (2000-2004) και αυτή του υπέργηρου Τάνκρεντ Ντορστ (2006-2010), που «έσωσε» τον προγραμματισμό παραλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία στο παρά πέντε μετά την αποχώρηση του Λαρς φον Τρίερ, ουδέν ουσιαστικό ή καινούριο εκόμισαν, αφήνοντας κοινό και κριτικούς σε αμηχανία. Επιπλέον, ύστερα από 43 χρόνια επιτυχούς καθοδήγησης από τον δαιμόνιο Βόλφγκανγκ Βάγκνερ (1919-2010), η καλλιτεχνική διεύθυνση του θεσμού πέρασε καθυστερημένα -το θρίλερ της διαδοχής παρατράβηξε- στις δύο δισέγγονες του συνθέτη, Εύα Βάγκνερ-Πασκιέ και Καταρίνα Βάγκνερ. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο θα ανταποκριθούν επιτυχώς στην πρόκληση της ανανέωσης του θεσμού. Καθώς νέα σκηνοθεσία της «Τετραλογίας» προγραμματίζεται για το 2013, εφέτος παρουσιάζονται επαναλήψεις τεσσάρων παλαιότερων παραγωγών και μία νέα παραγωγή του «Ταγχώυζερ» σε σκηνοθεσία Σεμπάστιαν Μπάουμγκαρτεν. Ολες οι σκηνοθεσίες κινούνται στο φάσμα των προχωρημένα αποεξιδανικευτικών κριτικών θεωρήσεων του βαγκνερικού έργου, μεταφέροντας τη δράση στο πεδίο των ιδεών και ιδεολογιών μέσα από αιρετικές οπτικοποιήσεις που επισχολιάζουν κριτικά την περιπέτεια της πρόσληψης του βαγκνερικού έργου στη γερμανική διαχρονία.
Ανάμεσα στις φετινές αναβιώσεις ξεχωρίζουν σίγουρα ο τολμηρός, περυσινός «Λόενγκριν» του Χανς Νόιενφελς· ο Γερμανός σκηνοθέτης μετέφερε την «ηρωική» δράση στον χώρο ενός ιατρικού εργαστηρίου, όπου ο φοβισμένος, ακυβέρνητος λαός της Βραβάντης αποδίδεται ως μια ορδή αρουραίων! Ομοίως αιχμηρή είναι η οριακά πολυεπίπεδων, συμβολικών αναφορών σκηνοθεσία του «Πάρσιφαλ» από τον νορβηγό σκηνοθέτη Στέφαν Χέρχαϊμ. Θέτοντας μια νέα ερώτηση για κάθε μια στην οποία απαντά, ο Χέρχαϊμ «διαβάζει» το σκηνικό δράμα του Βάγκνερ ως μία εξουθενωτική περιπέτεια ρευστών ταυτοτήτων διατυπωμένη μέσω ενός πλέγματος πολλαπλών ψυχαναλυτικών προβολών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του έργου και στα μέλη της πρωταρχικής οικογένειας Βάγκνερ. Επαναλαμβάνονται επίσης ο «Τριστάνος» του Μαρτάλερ και οι μάλλον άτολμοι «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», σκηνοθετημένοι από την ίδια τη Καταρίνα Βάγκνερ.
* Νοτίως των Αλπεων και στους αντίποδες των γερμανόφωνων φεστιβάλ οι δύο διεθνώς διάσημες διοργανώσεις του ιταλικού χώρου εκφράζουν δύο διαμετρικά αντίθετες εκδοχές αντιμετώπισης και πρόσληψης της ιταλικής όπερας. Η Αρένα της Βερόνας την παρουσιάζει ως το απόλυτο λαϊκό υπερθέαμα, ενώ, από την άλλη, το Φεστιβάλ Ροσίνι στο Πέζαρο την προσφέρει ως υποδειγματικής πληρότητας, μουσικολογικής και δραματουργικής φροντίδας αφιέρωμα σε έναν από τους παραγωγικότερους συνθέτες-κολοσσούς του 19ου αιώνα. Στο διάστημα 17/6-27/8, στη ρωμαϊκή αρένα της Βερόνας παρουσιάζονται έξι όπερες: «Τραβιάτα», «Αΐντα», «Κουρέας της Σεβίλλης», «Ναμπούκο», «Μποέμ» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γκουνό.
Πιο συμμαζεμένο σε έκταση, το Πέζαρο προσφέρει όπως κάθε χρόνο όπερες, ρεσιτάλ τραγουδιού και πιάνου. Μεταξύ 22/7 και 23/8 δίνονται εκεί σε νέες, πλήρεις σκηνικές παραγωγές οι σοβαρές όπερες «Αντελαΐντε ντι Μποργκόνια», σκηνοθετημένη από τον Πιέρ Αλι, και «Ο Μωυσής στην Αίγυπτο», σκηνοθετημένος από τον Γκρέιαμ Βικ, ενώ σε αναβίωση ξαναπαρουσιάζεται η κωμική «Μεταξένια σκάλα». Οι φανατικοί φίλοι του Ροσίνι μπορούν ακόμη να παρακολουθήσουν την ετήσια παρουσίαση του «Ταξιδιού στη Ρεμς» με νέους τραγουδιστές, την πρώτη παγκόσμια παρουσίαση της νέας κριτικής έκδοσης του δημοφιλούς «Κουρέα» από τον κορυφαίο ροσίνειο μουσικολόγο Αλμπέρτο Τσέντα σε συναυλιακό ανέβασμα, καθώς επίσης τον πλήρη κύκλο των πιανιστικών «Αμαρτημάτων της γεροντικής μου ηλικίας» του Ροσίνι σε ενδιαφέρουσα παράθεση με πιανιστικά έργα του Λιστ.
Λίγο βορειότερα, οι διοργανωτές του φεστιβάλ της αυστριακής Μπρέγκεντς συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά της Βερόνας και του Πέζαρο με μοναδικής ευφυΐας και αποδοτικότητας οργανωτικό δαιμόνιο. Κάθε χρόνο προσφέρουν δύο παραγωγές: μία στο 6.500 θέσεων ανοιχτό θέατρο με την πλωτή σκηνή στη Λίμνη της Κωνσταντίας, και μία στο μικρότερο κλειστό θέατρο. Μετά την εντυπωσιακή βερντιανή «Αΐντα» του Γκρέιαμ Βικ και τη συγκλονιστική «Επιβάτισσα» του Βάινμπεργκ, σειρά έχουν εφέτος ο «Αντρέα Σενιέ» του Τζορντάνο, που θα δοθεί στη σκηνή της λίμνης σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Πάουτνι και η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση της όπερας «Achterbahn -Miss fortune» της Αγγλίδας Τζούντιθ Γουάιρ που θα δοθεί στην κλειστή σκηνή. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει επίσης θέατρο, συναυλίες συμφωνικής μουσικής και σύγχρονα σκηνικά θεάματα.
Πολύ βορειότερα, αντίστοιχου στίγματος είναι το φεστιβάλ όπερας στο μεσαιωνικό κάστρο της φιλανδικής Σαβονλίνα, όπου εφέτος παρουσιάζονται «Ντον Τζοβάνι», «Λόενγκριν» και «Τόσκα», ενώ η προσκεκλημένη Κρατική Οπερα της Ουγγαρίας προσφέρει βερντιανό «Ντον Κάρλο», «Πύργο του Κυανοπώγωνα» και «Μυστικό γάμο» του Τσιμαρόζα.
Θεσμός διεθνούς εμβέλειας, το φεστιβάλ όπερας στο εξοχικό Γκλάιντμπερν της Αγγλίας προσφέρει δύο νέες παραγωγές: συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση επένδυσης στον Χέντελ παρουσιάζει τον «Ρινάλντο» σε σύγχρονων αναφορών σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Κάρσεν, ενώ ανεβάζει πρώτη φορά βαγκνερικούς «Αρχιτραγουδιστές», σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ. Σε αναβίωση δίνονται επίσης ο «Ντον Τζοβάνι», σκηνοθετημένος σε ένα φελινικού κυνισμού μεταπολεμικό περιβάλλον από τον Τζόναθαν Κεντ, «Το ελιξίριο του έρωτα», η επιτυχημένη «Ρούσαλκα» του Μέλι Στιλ και το «Στρίψιμο της βίδας» του Μπρίτεν, επίσης σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Κεντ.
Τέλος, ξεχωριστό κεφάλαιο με δική του δυναμική και εντυπωσιακά αναπτυσσόμενο κοινό αποτελούν τα αναρίθμητα φεστιβάλ που είναι αφιερωμένα στην παλιά μουσική και την όπερα του μπαρόκ. Τα περισσότερα έχουν ως έδρα διάφορες μικρές πόλεις, ως επί το πλείστον βορείως των Αλπεων: η γαλλική Μπον, το αυστριακό Ινσμπρουκ, το γερμανικό Γκέτινγκεν, το σουηδικό Ντρότνινγκχολμ προσφέρουν έναν ασύλληπτο πλούτο εξειδικευμένων ακουσμάτων και θεαμάτων. Ορεξη να 'χει κανείς, χρόνο να ταξιδέψει και χρήμα να ξοδέψει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: