Του Ευάγγελου Ασημακόπουλου
Ένας
απρόσμενος καβγάς ξέσπασε πριν λίγες μέρες ανάμεσα σε τέσσερις κοπέλες,
απόφοιτες Ωδείων. Η συζήτηση που ξεκίνησε ήρεμα και κατέληξε σε έντονη
φιλονικία, περιστρεφόταν γύρω από το ‘απόλυτο μουσικό αυτί’.
Συγκεκριμένα η μια εξ αυτών, που είναι και διπλωματούχος βιολιού,
ισχυρίστηκε πως οι σπουδαστές της μουσικής που έχουν ‘απόλυτο αυτί’
διαθέτουν μεγαλύτερη μουσικότητα και μουσική αντίληψη από τους άλλους.
Οι υπόλοιπες κοπέλες διαφώνησαν με αυτή την άποψη, οι τόνοι σιγά-σιγά
ανέβηκαν, ανταλλάχτηκαν κουβέντες με αιχμές και υπαινιγμούς σε σημείο
που η συζήτηση πήρε κάποια στιγμή διαστάσεις έντονης αντιπαράθεσης ενώ
παράλληλα δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα μεγάλου εκνευρισμού.
Εμμένοντας
η βιολονίστα στην θέση της, επικαλέστηκε το επιχείρημα πως οι Μπαχ,
Μότσαρτ, Μπετόβεν κλπ. διέθεταν απόλυτο μουσικό αυτί, γι’ αυτό άλλωστε
και άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο πάνθεον της μουσικής και κατέληξε
πως το απόλυτο αυτί είναι το σημαντικότερο στοιχείο για κάποιον που θα
αποφάσιζε να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα και πως ένα σωρό εκτελεστές,
δάσκαλοι ή συνθέτες που δεν το διαθέτουν είναι χαμηλότερου επιπέδου
μουσικοί από τους άλλους. Το συμπέρασμά της αυτό, έδωσε τροφή για
καινούργιες εντάσεις και διαφωνίες με αποκορύφωμα κάποιες προσωπικές
επιθέσεις και προσβολές και από τις δυο πλευρές που τελικά χάλασαν τη
βραδιά.
Ο απόηχος του καβγά κράτησε κάμποσες
ακόμα ημέρες και φαίνεται πως θεώρησαν σκόπιμο να αποταθούν σε μένα
μήπως και η δική μου άποψη έδινε κάποια λύση στη διαφωνία τους.
Δεν σκέφτηκα καμιά στιγμή πως ήμουνα το καταλληλότερο πρόσωπο για να δώσω μια σφαιρική και εμπεριστατωμένη απάντηση. Ίσως ένας μουσικός αναλυτής ή ένας μουσικολόγος θα είχε μια εγκυρότερη άποψη από τη δική μου.
Δεν σκέφτηκα καμιά στιγμή πως ήμουνα το καταλληλότερο πρόσωπο για να δώσω μια σφαιρική και εμπεριστατωμένη απάντηση. Ίσως ένας μουσικός αναλυτής ή ένας μουσικολόγος θα είχε μια εγκυρότερη άποψη από τη δική μου.
Η θέση που πήρα ήταν πως ο καβγάς τους είχε δυο παραμέτρους. Η πρώτη ήταν πως η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για ανάλυση και ανάπτυξη, ένα θέμα που αφορά πολλούς μουσικούς και η άλλη παράμετρος ήταν ο τρόπος που τη διαχειρίστηκαν τα τέσσερα κορίτσια.
Ξεκινώντας
από το δεύτερο, βρίσκω πως μια συζήτηση έχει γόνιμο αποτέλεσμα όταν οι
διαφωνούντες δεν καταφεύγουν σε προσωπικές αντιπαλότητες και αιχμές.
Πιστεύω πως είναι απαραίτητο οι διαφωνίες να περιορίζονται μόνο στο υπό
συζήτηση θέμα και πως η οποιαδήποτε παρέκκλιση και μετατόπιση στην
προσωπικότητα του ‘αντιπάλου’ χαμηλώνει το επίπεδο, δημιουργεί εντάσεις,
ανοίγει πληγές και καταλήγει άσχημα.
Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί όλοι μας σε ανάλογες πολιτικές συζητήσεις που ξεκινάνε χαλαρά και με ήπια κριτική για τα κόμματα και τους βουλευτές, αλλά όταν κλιμακώνονται, μετατρέπονται σε κατά πρόσωπο επιθέσεις του ενός συζητητή εις βάρος του άλλου και στον δεύτερο μάλιστα ενικό:
“ – Εσύ τα λες αυτά γιατί είσαι βολεμένος, μένεις στην Κηφισιά, κυκλοφορείς με Μερσεντές και δεν νοιάζεσαι για τίποτε…”
“ – Δεν έχεις ιδέα από πολιτική. Πάρε να διαβάσεις και κανένα βιβλίο για να μάθεις ιστορία…”
“ – Εσένα στα τριάντα σου σε ταΐζουν ακόμα οι γονείς σου. Όταν δουλέψεις, θα μάθεις να ψηφίζεις σωστά…”
Ανάλογες κόντρες και διαξιφισμοί – χαμηλότερου επιπέδου – μεταξύ ποδοσφαιρόφιλων για την ομάδα που υποστηρίζουν:
“ – Δεν έχεις ομάδα ρε, κουρέλια είσαστε. Δεν την αλλάζεις όσο είναι καιρός για να βρεις την ησυχία σου?…”
“ – Καλά, θα σου πω εγώ την Κυριακή που θα σας σκίσουμε και δεν θα ξέρεις που να κρυφτείς…”
Κι ακόμα διαφωνίες φίλων για μια συγκεκριμένη παράσταση:
“ – Φαίνεται δεν ξέρεις τι σου γίνεται από θέατρο για να λες πως σου άρεσε αυτό το χάλι…”
“ – Ναι καλά, εσύ είχες και στο χωριό σου θέατρο και ξέρεις να κρίνεις καλύτερα…”
Κάτι ανάλογο προφανώς έγινε, σε ηπιότερους φαντάζομαι τόνους, μεταξύ των κοριτσιών, η συζήτηση διακόπηκε, το ενδιαφέρον θέμα δεν εξαντλήθηκε και συμπέρασμα τελικά δεν βγήκε.
Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί όλοι μας σε ανάλογες πολιτικές συζητήσεις που ξεκινάνε χαλαρά και με ήπια κριτική για τα κόμματα και τους βουλευτές, αλλά όταν κλιμακώνονται, μετατρέπονται σε κατά πρόσωπο επιθέσεις του ενός συζητητή εις βάρος του άλλου και στον δεύτερο μάλιστα ενικό:
“ – Εσύ τα λες αυτά γιατί είσαι βολεμένος, μένεις στην Κηφισιά, κυκλοφορείς με Μερσεντές και δεν νοιάζεσαι για τίποτε…”
“ – Δεν έχεις ιδέα από πολιτική. Πάρε να διαβάσεις και κανένα βιβλίο για να μάθεις ιστορία…”
“ – Εσένα στα τριάντα σου σε ταΐζουν ακόμα οι γονείς σου. Όταν δουλέψεις, θα μάθεις να ψηφίζεις σωστά…”
Ανάλογες κόντρες και διαξιφισμοί – χαμηλότερου επιπέδου – μεταξύ ποδοσφαιρόφιλων για την ομάδα που υποστηρίζουν:
“ – Δεν έχεις ομάδα ρε, κουρέλια είσαστε. Δεν την αλλάζεις όσο είναι καιρός για να βρεις την ησυχία σου?…”
“ – Καλά, θα σου πω εγώ την Κυριακή που θα σας σκίσουμε και δεν θα ξέρεις που να κρυφτείς…”
Κι ακόμα διαφωνίες φίλων για μια συγκεκριμένη παράσταση:
“ – Φαίνεται δεν ξέρεις τι σου γίνεται από θέατρο για να λες πως σου άρεσε αυτό το χάλι…”
“ – Ναι καλά, εσύ είχες και στο χωριό σου θέατρο και ξέρεις να κρίνεις καλύτερα…”
Κάτι ανάλογο προφανώς έγινε, σε ηπιότερους φαντάζομαι τόνους, μεταξύ των κοριτσιών, η συζήτηση διακόπηκε, το ενδιαφέρον θέμα δεν εξαντλήθηκε και συμπέρασμα τελικά δεν βγήκε.
Ας δούμε λοιπόν τώρα το πρόβλημα της διαφωνίας των κοριτσιών, τι εννοούμε με τη μουσική ορολογία ‘απόλυτο αυτί’ ή ‘απόλυτη ακοή’
και πόσο το στοιχείο αυτό που συναντάται σε ορισμένα άτομα είναι πράγματι καθοριστικής σημασίας για το επάγγελμα του μουσικού.
Απόλυτη ακοή λοιπόν ονομάζουμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε ή να αναπαραγάγουμε τον οποιονδήποτε ήχο χωρίς βοήθεια. Με απλά λόγια η ικανότητα να βρίσκουμε ποια νότα παράγεται ακόμα και με το… τρίξιμο της πόρτας. Το απόλυτο αυτί έχει την ικανότητα να διακρίνει τις απειροελάχιστες διαφορές μεταξύ των Ηz!
Η δική μου άποψη είναι, και το λέω χωρίς επιφύλαξη, πως πράγματι το απόλυτο αυτί αποτελεί σπάνιο προσόν για ένα μουσικό. Ένα προσόν που του επιτρέπει να ξεχωρίζει ακαριαία τους ήχους, να διακρίνει αμέσως τα φάλτσα, να χορδίζει άψογα το όργανό του κλπ. Για τον λόγο αυτό θα ήταν πολύ κρίμα να μην ασχοληθεί με τη μουσική κάποιος που προικίστηκε από τη φύση με ένα τέτοιο χάρισμα.
Διαθέτοντας την ‘απόλυτη ακοή’ ο νέος που ξεκινά όργανο (και ειδικά έγχορδο χωρίς τάστα), έχει ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των μουσικών απαιτήσεων, αντιλαμβάνεται άμεσα τις σχέσεις και τις διαφορές των ήχων και τελικά παρουσιάζει θεαματική εξέλιξη στην πορεία του, σε αντίθεση με τον σπουδαστή της ‘σχετικής ακοής’ που συνεχώς καλλιεργεί αυτή την ιδιότητα ώστε να έχει – μετά από πολύ χρόνο και εξάσκηση – ένα ανάλογο αποτέλεσμα.
Ως εδώ η βιολονίστα είχε το δίκιο απόλυτα με το μέρος της.
και πόσο το στοιχείο αυτό που συναντάται σε ορισμένα άτομα είναι πράγματι καθοριστικής σημασίας για το επάγγελμα του μουσικού.
Απόλυτη ακοή λοιπόν ονομάζουμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε ή να αναπαραγάγουμε τον οποιονδήποτε ήχο χωρίς βοήθεια. Με απλά λόγια η ικανότητα να βρίσκουμε ποια νότα παράγεται ακόμα και με το… τρίξιμο της πόρτας. Το απόλυτο αυτί έχει την ικανότητα να διακρίνει τις απειροελάχιστες διαφορές μεταξύ των Ηz!
Η δική μου άποψη είναι, και το λέω χωρίς επιφύλαξη, πως πράγματι το απόλυτο αυτί αποτελεί σπάνιο προσόν για ένα μουσικό. Ένα προσόν που του επιτρέπει να ξεχωρίζει ακαριαία τους ήχους, να διακρίνει αμέσως τα φάλτσα, να χορδίζει άψογα το όργανό του κλπ. Για τον λόγο αυτό θα ήταν πολύ κρίμα να μην ασχοληθεί με τη μουσική κάποιος που προικίστηκε από τη φύση με ένα τέτοιο χάρισμα.
Διαθέτοντας την ‘απόλυτη ακοή’ ο νέος που ξεκινά όργανο (και ειδικά έγχορδο χωρίς τάστα), έχει ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των μουσικών απαιτήσεων, αντιλαμβάνεται άμεσα τις σχέσεις και τις διαφορές των ήχων και τελικά παρουσιάζει θεαματική εξέλιξη στην πορεία του, σε αντίθεση με τον σπουδαστή της ‘σχετικής ακοής’ που συνεχώς καλλιεργεί αυτή την ιδιότητα ώστε να έχει – μετά από πολύ χρόνο και εξάσκηση – ένα ανάλογο αποτέλεσμα.
Ως εδώ η βιολονίστα είχε το δίκιο απόλυτα με το μέρος της.
Μιλώντας
ωστόσο για ένα γενικότερο επίπεδο μουσικής καταξίωσης, φοβάμαι πως το
απόλυτο αυτί δεν αρκεί, ούτε και αποτελεί το πλέον καθοριστικό στοιχείο
για την επαγγελματική επιτυχία.
Το προσόν αυτό που βοηθάει ιδιαίτερα τους μαέστρους, τους εκτελεστές εγχόρδων και πνευστών οργάνων και φυσικά τους εξεταζόμενους στη dictée, εάν δεν συνοδεύεται με πολλά ακόμη στοιχεία, δεν εξασφαλίζει κάποια υπεροχή στoν μουσικό. Με άλλα λόγια οι σπουδαστές με το απόλυτο αυτί σίγουρα δεν υπερτερούν έναντι των άλλων σε μουσικότητα, εκφραστικότητα, καλλιέργεια, παιδεία κλπ. που θεωρούνται απαραίτητα χαρακτηριστικά για τη δικαίωση, την αναγνώριση και την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου μουσικού.
Για ένα τέτοιο προφίλ– είτε στον ρόλο του συνθέτη, είτε του σολίστα, είτε του δασκάλου – θα έλεγα πως απαιτούνται και μια σειρά ακόμη προσόντων.
Σαν παράδειγμα αναφέρω μουσικούς εκτελεστές που διαθέτουν την ‘απόλυτη ακοή’ αλλά παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία όταν εμφανίζονται ενώπιον κοινού, σε αντίθεση με άλλους σολίστες της ‘σχετικής ακοής’ που γοητεύουν το ακροατήριο με τη χάρη και την εκφραστικότητα του παιξίματός τους…
Αλλά και στον τομέα της διδασκαλίας που τα πράγματα είναι αρκετά πολύπλοκα και δεν έχουν σχέση με την σκηνική παρουσία, το απόλυτο αυτί βοηθάει, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την αποτελεσματική διαμόρφωση του μουσικού χαρακτήρα του παιδιού.
Τέλος στον τομέα της σύνθεσης, που τα κυρίαρχα στοιχεία είναι ή έμπνευση, η φαντασία, η γνώση ή το γούστο, πιστεύω πως η απόλυτη ακοή έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Δεν είμαι βέβαιος πως όλοι οι επώνυμοι συνθέτες μέσα από τους αιώνες είχαν το απόλυτο αυτί, όπως δεν είμαι βέβαιος και για τους Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν που επικαλέστηκε η κοπέλα, αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τις εποχές εκείνες. Αν ωστόσο πράγματι διέθεταν το απόλυτο αυτί, σίγουρα δεν είναι αυτό και μόνον το προσόν που τους έδωσε τη δυνατότητα να γράψουν τη μεγαλειώδη μουσική τους.Άλλωστε η ιδέα της απόλυτης ακοής άρχισε να απασχολεί τους ειδικούς στο τέλος του 19ου αιώνα αφότου ορίστηκε το μεσαίο ΛΑ στα 440 Hz ως συχνότητα της διαπασών, συχνότητα που εν τέλει καθιερώθηκε διεθνώς μόλις τον Μάιο του 1939 στο Λονδίνο.
Μια και αναφέρομαι στη διαπασών, θέλω να επισημάνω σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα, πως το ‘διαπασών’ (όργανο για να ελέγχεται η συχνότητα του Λα) βρέθηκε το 1711 από τον Άγγλο Mathias Shore, χωρίς ωστόσο να καθιερωθεί αμέσως διεθνώς, αλλά αντίθετα να κάνει μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα μια τεράστια διαδρομή με συνεχείς διακυμάνσεις και μεταβολές από εποχή σε εποχή, από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη αλλά και από Όργανο σε Όργανο!
Για παράδειγμα στη Γερμανία το Όργανο στη Μητρόπολη του Στρασβούργου το 1713 είχε ένα Λα συχνότητας 393 Hz που αντιστοιχεί στο σημερινό Σολ, ενώ το Όργανο της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου στο Αμβούργο ήταν τονισμένο στα 489 Hz. που αντιστοιχεί με το σημερινό Σι.
Στο πέρασμα των αιώνων η διαπασών υπέστη ατέλειωτες αλλαγές από τους μουσικούς που αναζητούσαν πάντοτε έναν πιο λαμπρό πιο οξύ και πιο εντυπωσιακό ήχο.
Το 1859, με πρωτοβουλία των Γάλλων, η διαπασών καθορίστηκε στα 435 Hz για να συνεχίσει έκτοτε και πάλι την ανοδική της πορεία.
Στις μέρες μας έχει φτάσει αισίως στα 442 Hz αφού κρατήθηκε για αρκετές δεκαετίες στα 440 Hz μετά την καθιέρωσή της στο Λονδίνο το 1939.
Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση: αυτή η διακύμανση της διαπασών είναι και μια απάντηση σε όσους ισχυρίζονται πως στις μεταγραφές δεν είναι σωστό να αλλάζουμε τονικότητα για να μην παραβιάζεται δήθεν η αρχική έμπνευση του συνθέτη. Η τονικότητα του κομματιού έτσι και αλλιώς αλλάζει από την αρχική της γραφή αφού αλλάζει η διαπασών. Με άλλα λόγια μια Σονάτα του Σκαρλάτι που ο συνθέτης τη σκέφτηκε και την έγραψε για τη Μι μείζονα, ακούγεται στις μέρες μας στη Φα μείζονα.
Το προσόν αυτό που βοηθάει ιδιαίτερα τους μαέστρους, τους εκτελεστές εγχόρδων και πνευστών οργάνων και φυσικά τους εξεταζόμενους στη dictée, εάν δεν συνοδεύεται με πολλά ακόμη στοιχεία, δεν εξασφαλίζει κάποια υπεροχή στoν μουσικό. Με άλλα λόγια οι σπουδαστές με το απόλυτο αυτί σίγουρα δεν υπερτερούν έναντι των άλλων σε μουσικότητα, εκφραστικότητα, καλλιέργεια, παιδεία κλπ. που θεωρούνται απαραίτητα χαρακτηριστικά για τη δικαίωση, την αναγνώριση και την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου μουσικού.
Για ένα τέτοιο προφίλ– είτε στον ρόλο του συνθέτη, είτε του σολίστα, είτε του δασκάλου – θα έλεγα πως απαιτούνται και μια σειρά ακόμη προσόντων.
Σαν παράδειγμα αναφέρω μουσικούς εκτελεστές που διαθέτουν την ‘απόλυτη ακοή’ αλλά παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία όταν εμφανίζονται ενώπιον κοινού, σε αντίθεση με άλλους σολίστες της ‘σχετικής ακοής’ που γοητεύουν το ακροατήριο με τη χάρη και την εκφραστικότητα του παιξίματός τους…
Αλλά και στον τομέα της διδασκαλίας που τα πράγματα είναι αρκετά πολύπλοκα και δεν έχουν σχέση με την σκηνική παρουσία, το απόλυτο αυτί βοηθάει, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την αποτελεσματική διαμόρφωση του μουσικού χαρακτήρα του παιδιού.
Τέλος στον τομέα της σύνθεσης, που τα κυρίαρχα στοιχεία είναι ή έμπνευση, η φαντασία, η γνώση ή το γούστο, πιστεύω πως η απόλυτη ακοή έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Δεν είμαι βέβαιος πως όλοι οι επώνυμοι συνθέτες μέσα από τους αιώνες είχαν το απόλυτο αυτί, όπως δεν είμαι βέβαιος και για τους Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν που επικαλέστηκε η κοπέλα, αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τις εποχές εκείνες. Αν ωστόσο πράγματι διέθεταν το απόλυτο αυτί, σίγουρα δεν είναι αυτό και μόνον το προσόν που τους έδωσε τη δυνατότητα να γράψουν τη μεγαλειώδη μουσική τους.Άλλωστε η ιδέα της απόλυτης ακοής άρχισε να απασχολεί τους ειδικούς στο τέλος του 19ου αιώνα αφότου ορίστηκε το μεσαίο ΛΑ στα 440 Hz ως συχνότητα της διαπασών, συχνότητα που εν τέλει καθιερώθηκε διεθνώς μόλις τον Μάιο του 1939 στο Λονδίνο.
Μια και αναφέρομαι στη διαπασών, θέλω να επισημάνω σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα, πως το ‘διαπασών’ (όργανο για να ελέγχεται η συχνότητα του Λα) βρέθηκε το 1711 από τον Άγγλο Mathias Shore, χωρίς ωστόσο να καθιερωθεί αμέσως διεθνώς, αλλά αντίθετα να κάνει μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα μια τεράστια διαδρομή με συνεχείς διακυμάνσεις και μεταβολές από εποχή σε εποχή, από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη αλλά και από Όργανο σε Όργανο!
Για παράδειγμα στη Γερμανία το Όργανο στη Μητρόπολη του Στρασβούργου το 1713 είχε ένα Λα συχνότητας 393 Hz που αντιστοιχεί στο σημερινό Σολ, ενώ το Όργανο της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου στο Αμβούργο ήταν τονισμένο στα 489 Hz. που αντιστοιχεί με το σημερινό Σι.
Στο πέρασμα των αιώνων η διαπασών υπέστη ατέλειωτες αλλαγές από τους μουσικούς που αναζητούσαν πάντοτε έναν πιο λαμπρό πιο οξύ και πιο εντυπωσιακό ήχο.
Το 1859, με πρωτοβουλία των Γάλλων, η διαπασών καθορίστηκε στα 435 Hz για να συνεχίσει έκτοτε και πάλι την ανοδική της πορεία.
Στις μέρες μας έχει φτάσει αισίως στα 442 Hz αφού κρατήθηκε για αρκετές δεκαετίες στα 440 Hz μετά την καθιέρωσή της στο Λονδίνο το 1939.
Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση: αυτή η διακύμανση της διαπασών είναι και μια απάντηση σε όσους ισχυρίζονται πως στις μεταγραφές δεν είναι σωστό να αλλάζουμε τονικότητα για να μην παραβιάζεται δήθεν η αρχική έμπνευση του συνθέτη. Η τονικότητα του κομματιού έτσι και αλλιώς αλλάζει από την αρχική της γραφή αφού αλλάζει η διαπασών. Με άλλα λόγια μια Σονάτα του Σκαρλάτι που ο συνθέτης τη σκέφτηκε και την έγραψε για τη Μι μείζονα, ακούγεται στις μέρες μας στη Φα μείζονα.
Θεώρησα
απαραίτητο να επισημάνω τις αλλαγές της διαπασών και τη σχέση της με το
‘απόλυτο αυτί’, το οποίο όπως αντιλαμβάνεται κανείς, είναι μοιραίο να
προσκολλάται σε μια συγκεκριμένη συχνότητα Ηz χωρίς να προσαρμόζεται με
ευκολία σε ‘ξένα’ ακούσματα. Υπάρχουν μάλιστα αρκετοί που υποστηρίζουν
πως η ‘απόλυτη ακοή’ ενδέχεται να κάνει κάποιους μουσικούς
δυστυχισμένους αφού, μη έχοντας αναπτύξει καθόλου τη ‘σχετική ακοή’,
έχουν πάψει να απολαμβάνουν τη μουσική, με αποτέλεσμα να δυσφορούν
ακούγοντας συνεχώς φάλτσα σε μια συναυλία, μια και η παραμικρή διαφορά
από τη διαπασών τους είναι ενοχλητική.
Δεν λείπουν μάλιστα και ορισμένες επιφυλάξεις από κάποιους άλλους, μετά τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, που έδειξαν πως οι έχοντες ‘απόλυτη ακοή’ πάσχουν σε μεγάλο ποσοστό από διαταραχές του αυτιστικού φάσματος.
Δεν λείπουν μάλιστα και ορισμένες επιφυλάξεις από κάποιους άλλους, μετά τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, που έδειξαν πως οι έχοντες ‘απόλυτη ακοή’ πάσχουν σε μεγάλο ποσοστό από διαταραχές του αυτιστικού φάσματος.
Εν
τέλει, νομίζω πως η συζήτηση των κοριτσιών θα μπορούσε να έχει κάποια
διαφορετική εξέλιξη και να καταλήξει σε χρήσιμα συμπεράσματα, αφού και
οι δυο πλευρές είχαν εν μέρει δίκιο.
Ωστόσο φαίνεται πως πείσμωσαν και μένοντας στις θέσεις τους δεν μπόρεσαν να ‘ακούσουν’ την άλλη πλευρά.
Προφανώς εκείνη τη βραδιά έλλειψε από όλες τόσο η ‘απόλυτη’ όσο και η ‘σχετική’ ακοή!
Ωστόσο φαίνεται πως πείσμωσαν και μένοντας στις θέσεις τους δεν μπόρεσαν να ‘ακούσουν’ την άλλη πλευρά.
Προφανώς εκείνη τη βραδιά έλλειψε από όλες τόσο η ‘απόλυτη’ όσο και η ‘σχετική’ ακοή!
Πηγή: tar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου