—του Γιώργου Τσακνιά—
Είναι κατασκευάσματα του ανθρώπου — αλλά ζωή τούς εμφυσά (κυριολεκτικά) ο άνεμος. Είναι μουσικά όργανα που δίνουν φωνή στη φύση. Είναι γλυπτά, είναι installations, εικαστικές παρεμβάσεις στο αστικό περιβάλλον, γέφυρες ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο.
Οι αιολικές άρπες δεν κουράζονται. Παίζουν την υποβλητική, σχεδόν υπνωτιστική μουσική τους, μέρα νύχτα: αρκεί να φυσάει ο άνεμος, έστω και ελάχιστα, κατά το ομηρικό άμα πνοής ανέμοιο. Αρκεί ένα αόρατο άγγιγμα των συρμάτινων χορδών ή ένα ανεπαίσθητο πέρασμα μέσα από τις σωληνώσεις για να παραχθούν μαγικοί ήχοι, αλλεπάλληλες αρμονικές, που αλλάζουν με την παραμικρή μεταβολή στην ένταση ή στην κατεύθυνση του ανέμου. Η μουσική τους είναι απόλυτα ενταγμένη στο περιβάλλον — το φυσικό και το αστικό. Οι αιολικές άρπες κρατούν το ίσο μαζί με το μόνιμο βουητό της κίνησης της πόλης, στο βάθος περνά ένα αεροπλάνο, γαβγίζει ένα σκυλί, παιδιά παίζουν — κι ο θεατής-ακροατής απολαμβάνει ένα κονσέρτο εφήμερο και παντοτινό ταυτόχρονα, παιγμένο από τη μικτή συμφωνική της φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού, ένα έργο πολύ κοντά στο πνεύμα του John Cage, καθώς βασίζεται στο εξής παράδοξο: η μεν φύση παράγει με τυχαίο τρόπο τους «μουσικούς» —με τη στενή και παραδοσιακή έννοια— ήχους, τις αρμονικές της αιολικής άρπας, ο δε άνθρωπος, με επίσης τυχαίο τρόπο, παράγει τους απρόβλεπτους, τους «μη μουσικούς» ήχους. Στην πραγματικότητα, συνθέτης είναι ο ακροατής, είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι. Αρκεί να θέλει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να ακούσει το έργο. Εξαρτάται από την ευαισθησία του αλλά και από τη διάθεση της στιγμής — η οποία, στο κάτω κάτω, αλλάζει κι αυτή, άμα πνοής ανέμοιο.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου