Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Ο παππούς μου Μανώλης Καλομοίρης


Ο παππούς μου Μανώλης Καλομοίρης
Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του εθνικού συνθέτη η εγγονή του, επίσης μουσικός, θυμάται τον «καλοσυνάτο γέροντα» που γνώρισε
 Ο Μανώλης Καλομοίρης φωτογραφημένος με την εγγονή του Χαρά
 Καλομοίρη Χαρά
Στη μακρόχρονη πορεία μου στα μουσικά πράγματα ως μουσικός και παιδαγωγός στάθηκα πολλές φορές κριτικά απέναντι σε συνθέτες, ερμηνευτές και έργα. Η κατανόηση όμως και η αξιολόγηση της μουσικής δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πληρότητα του μουσικού βιώματος, τη μαγική στιγμή που η μουσική συμβαίνει μέσα μας και συντονίζει τις χορδές της ψυχής μας.
Αυτή τη βαθιά αίσθηση πρωτογνώρισα πολύ μικρή ακόμη μέσα στο οικιακό μου περιβάλλον, όπου η μουσική ήταν τρόπος ζωής μας και η ζωή μας ενορχηστρωνόταν από τον παππού μου, τον Μανώλη Καλομοίρη. Στη μνήμη του παππού μου, που μου γνώρισε την αίσθηση αυτή, και σε όλους τους ανθρώπους της μουσικής που την έχουν βιώσει θα ήθελα να αφιερώσω μερικές από τις παιδικές μου αναμνήσεις, αυτές που με γέμισαν με την παρουσία του, την ίδια παρουσία που ένιωσαν τόσες γενιές μέσα από τη μουσική του.
Αναφέρομαι εδώ στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, που ήταν γραφτό να περάσω μαζί με τον παππού μου. Το γεγονός ότι εθεωρείτο από πολλούς ο εθνικός συνθέτης της Ελλάδας δεν είχε αρχικά καμία σημασία για μένα.
Ανυποψίαστη για τον ξεχωριστό ρόλο αυτού του τόσο οικείου σε μένα προσώπου στα μουσικά πράγματα της χώρας μου, εγώ έβλεπα μόνο τον καλοσυνάτο γέροντα που έσκυβε πάνω από τη μικρή του εγγονή με ξεχωριστή στοργή και λατρεία.
Ακόμα κι αν όλη μέρα ήταν απασχολημένος να γράφει νότες και να γεμίζει παρτιτούρες ή να δοκιμάζει κάποιες μελωδικές εμπνεύσεις του στο μεγάλο πιάνο με ουρά του σαλονιού μας - ο χώρος όπου πάντα συνέθετε -, για μένα αυτό δεν ήταν παρά ένα κομμάτι του μαγικού σκηνικού στο οποίο μεγάλωνα και που με την αφέλεια της παιδικής μου σκέψης νόμιζα ότι ήταν όλο καμωμένο για τη δική μου διασκέδαση και τέρψη. Ο ίδιος ο παππούς μου συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτή την τόσο ευχάριστη για μένα ψευδαίσθηση: ήμουν λιγότερο από πέντε χρόνων όταν θυμάμαι να με παίρνει στα γόνατά του και να μου λέει ότι η όπερα που έγραφε ήταν δήθεν ένα παραμύθι που μιλούσε για μένα.
Ακόμα, με άφηνε να χορεύω και να κάνω στο σαλόνι μας διάφορες γυμναστικές ασκήσεις - τούμπες, ρόδες και άλλα - ενώ ο ίδιος έπαιζε στο πιάνο.
Αυτό γινόταν ακόμα και παρουσία μαθητών του - όπως συχνά μου θυμίζει ο συνθέτης και παλιός μαθητής του Θόδωρος Αντωνίου - ή και άλλων διακεκριμένων επισκεπτών. Κατά γενική ομολογία ήμουν ένα ιδιαίτερα ζωηρό παιδί, ωστόσο ο παππούς μου ποτέ δεν με μάλωσε, παρά επιδείκνυε σταθερά μια απέραντη κατανόηση και υπομονή απέναντί μου.
Ολα αυτά, μαζί και με το γεγονός ότι άρχισα λίγο-λίγο να συνειδητοποιώ ποιος πραγματικά ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης, με έκαναν να τον λατρεύω κι εγώ από την πλευρά μου με εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Η λατρεία αυτή περιείχε την άδολη αγάπη ενός μικρού παιδιού αλλά και τον θαυμασμό και την αναγνώριση προς την προσωπικότητα που κατείχε μια περίοπτη θέση, που απλωνόταν σαφώς πέρα από τη στενή σφαίρα της προσωπικής ζωής μου.Τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού έμελλε να ξεκινήσει και η δική μου δειλή ενασχόληση με τη μουσική: μαθήματα πιάνου, θεωρία, σολφέζ... Εδώ τον κύριο ρόλο είχε η μητέρα μου, η γνωστή πιανίστα και παιδαγωγός Κρινιώ Καλομοίρη, που υπήρξε δασκάλα μου για αρκετά χρόνια. Ωστόσο ο παππούς μου παρακολουθούσε από κοντά το κάθε μου μουσικό βήμα καθοδηγώντας και ενθαρρύνοντας τις προσπάθειές μου σε αυτή την κατεύθυνση. Αρκετές φορές είχα την ευκαιρία να μελετήσω μαζί του κάποια από τα έργα του, να ακούσω τις προσωπικές παρατηρήσεις και οδηγίες του πάνω στην ερμηνεία τους και να τα παρουσιάσω στη συνέχεια σε συναυλίες του Εθνικού Ωδείου ή σε αφιερώματα προς τιμήν του. Αυτή η εμπειρία ήταν και είναι για μένα ανεκτίμητη.Παράλληλα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ανακάλυπτα όλο και περισσότερους τομείς με τους οποίους μπορούσα να μοιραστώ πολύτιμες εμπειρίες με τον παππού μου. Είχα, απ' ό,τι έλεγαν οι δάσκαλοί μου στο σχολείο, μια κάποια έφεση στο γράψιμο και αυτό αποτελούσε ένα πεδίο στο οποίο είχε δραστηριοποιηθεί ιδιαίτερα και ο παππούς μου. Ετσι διάβαζε τα γραφτά μου, τα σχολίαζε και τα κουβεντιάζαμε μαζί. Πολλές φορές μού έδινε την αίσθηση ότι δεν με έβλεπε σαν παιδί, αλλά σαν ένα άτομο ίσο με αυτόν. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτό αποτελεί σημάδι ενός σπουδαίου παιδαγωγού.
Ωστόσο όλος αυτός ο μαγικός κόσμος ανακόπηκε βίαια τον Απρίλη του 1962, όταν ο παππούς μου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή. Ημουν μόλις 13 χρόνων και ένιωσα για πρώτη φορά να χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Στην οικογένεια Καλομοίρη υπήρχε εξάλλου ένα ταμπού με το θέμα του θανάτου από τότε που είχε χαθεί κάτω από τραγικές συνθήκες ο Γιαννάκης, ο πρωτότοκος γιος του Καλομοίρη, σε ηλικία μόλις 17 χρόνων. Κανείς δεν μιλούσε ποτέ για την πονεμένη αυτή ιστορία, για την οποία πολύ αργότερα έμαθα κάποια πράγματα από τη μητέρα μου. Οι σχετικές δημοσιεύσεις του Τύπου της εποχής υπάρχουν ακόμα στο αρχείο Καλομοίρη δεμένες σφιχτά με νήματα.


«Η απουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή σήμερα»
Τα χρόνια πέρασαν και βρέθηκα εκ των πραγμάτων να ακολουθώ σε μεγάλο βαθμό τη μουσική μου κληρονομιά. Αυτό έγινε κυρίως όταν, το 1982, μετά τον θάνατο της μητέρας μου, αποφάσισα να συνεχίσω το έργο της ως διευθύντριας και καθηγήτριας στο Εθνικό Ωδείο.Ο παππούς μου, ο μεγάλος Μανώλης Καλομοίρης, δεν έπαυσε όλα αυτά τα χρόνια να με εμπνέει και να με συντροφεύει εσωτερικά σε κάθε κρίσιμη στιγμή ή γεγονός της ζωής μου. Είτε αυτό αφορούσε τον μουσικό χώρο είτε κάτι πιο προσωπικό. Και αυτό γιατί ήταν μια προσωπικότητα που όχι μόνο άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο ως δημιουργός, παιδαγωγός και οραματιστής, αλλά ήταν παράλληλα ένας δυναμικός άνθρωπος με σπάνια ψυχικά χαρίσματα, που σε κέρδιζε και σε καθήλωνε με τη ζεστασιά του, το ενδιαφέρον του για τους άλλους - ακόμη και όσους στρέφονταν εναντίον του -, τον ενθουσιασμό του για πρόσωπα, ιδέες και αξίες και την ακούραστη προσπάθεια να συμβάλλει με το έργο και τις πράξεις του στο καλό και στην πρόοδο του τόπου του.Ετσι τον θυμάμαι και έτσι με ακολουθεί η εικόνα του. Και στους περίεργους καιρούς που ζούμε, με τα πρότυπα ανθρώπων να φθίνουν ολοένα γύρω μας, η απουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή. Και ας έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που έφυγε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: