Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

"O ήχος που άκουγε ο Μπάχ"

Του Γιάνννη Σβώλου
Ενας ορχηστρικός ήχος αισθητά διαφορετικός από αυτόν με τον οποίο είναι εξοικειωμένοι οι περισσότεροι φιλόμουσοι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Η ΚΑΜΕΡΑΤΑ
Πιο κινητικός και νευρώδης, πιο χορευτικός και ανάλαφρος, με διαφορετική, πιο στεγνή και κάπως τραχιά παλέτα ηχοχρωμάτων, θα προέρχεται μεν από την Καμεράτα, που όμως θα παίζει, υπό τη διεύθυνση του Αέξανδρου Μυράτ, με όργανα εποχής. Για την ακρίβεια θα παίζει με σύγχρονα έγχορδα, αλλά με εντέρινες χορδές και με διαφορετικά δοξάρια, ενώ τα πνευστά θα είναι αντίγραφα οργάνων του 18ου αιώνα. Επιπλέον, οι τραγουδιστές Θ. Μπάκα, Μ. Πολυχρόνου, Α. Κορωναίος, Β. Καβάγιας, Τ. Χριστογιαννόπουλος και Χ. Αδριανός θα ερμηνεύσουν τις δύο ελληνοθεματικές καντάτες του Μπαχ με ύφος διαφορετικό αυτού με το οποίο αποδίδουν έργα της κλασικής ή της ρομαντικής περιόδου.
Σε οποιαδήποτε χώρα της δυτικής ή της ανατολικής Ευρώπης, η συναυλία αυτή θα είχε εξασφαλισμένο το κοινό της. Στην Ελλάδα αποτελεί σπάνιο λουλούδι μιας δύσκολης άνοιξης, που όλο μοιάζει να αναβάλλεται. Γιατί; Ουσιαστικά, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους που εμπόδισαν τη χώρα μας να συμμετάσχει στις μακρόχρονες διαδικασίες παραγωγής της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής, την οποία γνώρισε αργά, ως έτοιμο, ιστορικά ώριμο πολιτιστικό προϊόν. Πώς, όμως, προέκυψε αυτή η πρακτική;

Τη δεκαετία του '60, ενώ η μουσική ζωή της μεταπολεμικής Ευρώπης ανέκαμπτε πλήρως από τις επιπτώσεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ο Κάραγιαν ξεκινούσε το παρατεταμένο μεσουράνημα της σταδιοδρομίας του, κάποιοι μουσικοί και μουσικολόγοι που τότε τους θεωρούσαν εκκεντρικούς άρχισαν σε διάφορες χώρες να αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο παιζόταν η μουσική του μπαρόκ. Με επίμονη μελέτη και έρευνα απέκτησαν βαθύτερη γνώση του ρεπερτορίου, ενώ πρακτικοί πειραματισμοί τούς οδήγησαν στην αποκωδικοποίηση τεχνικών θεμάτων και μέσα από αυτά σε μια λεπτομερή αναθεώρηση της αισθητικής των ερμηνειών. Πέντε δεκαετίες αργότερα οι ίδιοι και οι επίγονοί τους είχαν πείσει και βρίσκονταν πλέον στο κέντρο του μουσικού κατεστημένου προσφέροντας ό,τι πιο προχωρημένο και εκλεκτό στον τομέα της παλιάς μουσικής.
Σήμερα μιλάμε για εκτελέσεις με όργανα εποχής -αυθεντικά ή ακριβή αντίγραφά τους- και ιστορικά ενημερωμένη ερμηνευτική ενόργανης και φωνητικής μουσικής. Ακριβώς όπως η ανακατασκευή του αυθεντικού σεξπιρικού θεάτρου «Globe» στο Λονδίνο βοήθησε ηθοποιούς, θεατρολόγους και κοινό να ανακαλύψουν και να βιώσουν με ολότελα διαφορετικό τρόπο το ελισαβετιανό θέατρο, έτσι και τα όργανα εποχής επιτρέπουν σήμερα να κατανοήσουμε πώς και γιατί έγραφαν όπως έγραφαν και, βεβαίως, πώς άκουγαν και ερμήνευαν τη μουσική τους συνθέτες όπως ο Μπαχ, ο Βιβάλντι, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ακόμη και ο Μπερλιόζ...
Σε τι μας ωφελεί αυτή η «αρχαιολογική» γνώση; Σε ό,τι μας ωφελεί και η εμβάθυνση της γνωριμίας με την αρχιτεκτονική του Παρθενώνα, που χάρισε η μελέτη της αναστήλωσης. Χάρη στη διάδοση των τεχνικών μέσων από το 1950 και ύστερα, πρώτη φορά στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού το ευρύ κοινό άρχισε να ακούει ταυτόχρονα και να απολαμβάνει μουσικές γραμμένες τους τελευταίους τέσσερις αιώνες! Σύντομα, αυτό ανάγκασε τον μουσικό κόσμο να συνειδητοποιήσει ορισμένα παράδοξα: ότι, αφ' ενός τα ίδια τα μουσικά όργανα, αφ' ετέρου οι στόχοι και η μορφή της μουσικής έχουν αλλάξει και εξελιχθεί πάρα πολύ ανάμεσα στην εποχή του Μπαχ και σ' αυτήν του Βάγκνερ, πόσω μάλλον του Μπάρτοκ.
Καθώς ο κλειστός, αυλικός κόσμος του μπαρόκ μεταλλασσόταν βαθμιαία στον ανοιχτό, «δημοκρατικό» κόσμο των αστών του 19ου αιώνα, η διαφοροποίηση του παραλήπτη επέβαλε τη διαφοροποίηση του προϊόντος. Συνεπώς άλλαζε το πλαίσιο παραγωγής, εκτέλεσης και πρόσληψης της σοβαρής μουσικής και, βεβαίως, η αισθητική, οι μορφές και οι στόχοι της. Μεγαλύτερο ακροατήριο σήμαινε μεγαλύτερες αίθουσες, όργανα με ισχυρότερο, διαπεραστικότερο ήχο και ασφαλέστερη ορθοτονία, γραφή προσαρμοσμένη στην ηχητική ανταπόκριση μεγαλύτερων χώρων. Λιγότερο καλλιεργημένο και εκλεπτυσμένο κοινό σήμαινε αμεσότερη, λιγότερο εξεζητημένη έκφραση.
Επίσης, διαφορετική παιδεία, νέες κοινωνικοπολιτικές αξίες και πολιτικά πιστεύω επέβαλαν αλλαγή περιεχομένου και μορφής στο «μήνυμα», δηλαδή στα συμφραζόμενα του μουσικού έργου. Η υπερδεξιοτεχνική, γεμάτη ποικίλματα, άλλοτε ακραία ηδονοθηρική, άλλοτε διανοητική γραφή του μπαρόκ υποκαταστάθηκε από πιο άμεση και αδρή, πιο «φυσική» έκφραση του κλασικισμού και του ρομαντισμού, ενώ οι γυναίκες ξαναπήραν τη «φυσική» θέση τους στο τραγούδι απ' όπου -λόγω του φανατικού μισογυνισμού της Καθολικής Εκκλησίας- τις είχαν εκτοπίσει οι καστράτοι.
Με τα όργανα εποχής και την ιστορικά ενημερωμένη ερμηνευτική τα πράγματα ξανάγιναν... ειλικρινή. Τα συναρπαστικά, ιλιγγιώδη ορχηστρικά περάσματα των κοντσέρτων του Βιβάλντι ή τα ακραία φωνητικά πυροτεχνήματα των αριών του Χέντελ ηχούν πιο σωστά -και ασυζητητί πιο απολαυστικά!- όταν αποδίδονται από κάποιο σύγχρονο, ευέλικτο, ολιγομελές σύνολο οργάνων εποχής όπως οι «Τζιαρντίνο Αρμόνικο» και μια τραγουδίστρια όπως η Τσετσίλια Μπάρτολι αντίστοιχα, παρά αν παιχτούν από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου ή τραγουδηθούν από μια υψίφωνο που ερμηνεύει συνήθως Βέρντι ή Βάγκνερ!
Απομένουν οι ιερές, «αρχαίες» ηχογραφήσεις των «Κατά Ματθαίον Παθών» του Μπαχ υπό τον Κλέμπερερ και του «Μεσσία» του Χέντελ υπό τον Μπιτσαμ. Τι θα απογίνουν αυτές; Θα λέγαμε απλά πως έχουν πάρει προ πολλού θέση στην εξελικτική πορεία των διαδοχικών κριτικών αναστοχασμών του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως ιστορικές εκφράσεις μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Ενα είναι σίγουρο: ότι ο ήχος και η αισθητική τους θα ξένιζαν απολύτως τον Μπαχ και τον Χέντελ! enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: