Ακολουθώντας το κατανυκτικό πνεύμα των ημερών του Θείου Πάθους, το Μέγαρο και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών προτείνουν μια μοναδική πασχαλινή συναυλία με το Requiem (Ακολουθία εις κεκοιμημένους) του Μίκη Θεοδωράκη για σολίστ, μικτή και παιδική χορωδία και ορχήστρα. Η εκδήλωση εντάσσεται στο πλαίσιο του αφιερώματος στη συμφωνική μουσική του Θεοδωράκη και φιλοξενείται τη Μεγάλη Τρίτη 30 Απριλίου (ώρα έναρξης: 20.30) στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης.
Πριν από την έναρξη της συναυλίας, στις 19:45, θα πραγματοποιηθεί εισαγωγική ομιλία, για τους κατόχους εισιτηρίων, του πιανίστα και συνθέτη Χρίστου Παπαγεωργίου.
Τα σολιστικά μέρη του έργου θα αποδώσουν η υψίφωνος Μαρίνα Βουλογιάννη, η μεσόφωνος Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, ο τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος και ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης.
Συμμετέχουν η Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. που δίδαξε η Νεκταρία Παλέτσου και η Παιδική Χορωδία «Rosarte» (διδασκαλία: Ρόζη Μαστροσάββα).
Τους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, τους χορωδούς και τους μονωδούς θα καθοδηγήσει από το πόντιουμ ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης.
Περίπου 40 χρόνια χωρίζουν την πρώτη απόπειρα σύνθεσης θρησκευτικής μουσικής («Κασσιανή», 1942) του Μίκη Θεοδωράκη από το Requiem (1984), το οποίο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943).
Το έργο, που φέρει παρενθετικά τον τίτλο
Ακολουθία εις κεκοιμημένους για σολίστ, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχήστρα, αποτελεί έναν μουσικό «φόρο τιμής στη μνήμη των εθνομαρτύρων της νεότερης ιστορίας μας», όπως αναφέρει ο συνθέτης σε επεξηγηματικό σημείωμά του για την ανατύπωση της παρτιτούρας του Requiem από τις Εκδόσεις Ρωμανός, το 1987.
Και συμπληρώνει: «Το δέος του "απαίδευτου" Έλληνα που με διακατείχε όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα, έφηβος ων, συγχορδίες μέσα στην εκκλησία, είχε σβήσει ύστερα από 40 και πλέον έτη μουσικού βίου. [...] Το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκπλήρωση ενός εφηβικού πόθου, μιας νεανικής φιλοδοξίας. [...] Η βασική διαφορά του Requiem από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά έργα μου έγκειται τόσο στην ίδια την υφή του "μέλους", όσο και στην εναρμόνισή του. Από 'κεί και πέρα μεγάλη σημασία έχει η χρήση των φωνών της χορωδίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στα τρία βασικά μουσικά υλικά, δηλαδή τους σολίστ, τη μικτή και την παιδική χορωδία».
Όσο για το κείμενο της Ακολουθίας εις κεκοιμημένους, το οποίο ανήκει εν πολλοίς στον συριακής καταγωγής βυζαντινό μελουργό Ιωάννη μοναχό τον Δαμασκηνό, ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει ότι είναι «ένα από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου. Μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις ορθές [...] μας διαστάσεις μέσα στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων.
Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας για να ανακαλύψουμε το "φως που καίει", την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μας. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής». Το έργο ακολουθεί τη δομή της εκκλησιαστικής ακολουθίας και περιλαμβάνει τα μέρη: Εν τω ναώ, Στάσις Α΄, Στάσις Β΄, Στάσις Γ΄, Δόξα-Τριαδικόν και Νεκρώσιμα Ιδιόμελα του Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Πριν από την έναρξη της συναυλίας, στις 19:45, θα πραγματοποιηθεί εισαγωγική ομιλία, για τους κατόχους εισιτηρίων, του πιανίστα και συνθέτη Χρίστου Παπαγεωργίου.
Τα σολιστικά μέρη του έργου θα αποδώσουν η υψίφωνος Μαρίνα Βουλογιάννη, η μεσόφωνος Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, ο τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος και ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης.
Συμμετέχουν η Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. που δίδαξε η Νεκταρία Παλέτσου και η Παιδική Χορωδία «Rosarte» (διδασκαλία: Ρόζη Μαστροσάββα).
Τους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, τους χορωδούς και τους μονωδούς θα καθοδηγήσει από το πόντιουμ ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης.
Περίπου 40 χρόνια χωρίζουν την πρώτη απόπειρα σύνθεσης θρησκευτικής μουσικής («Κασσιανή», 1942) του Μίκη Θεοδωράκη από το Requiem (1984), το οποίο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943).
Το έργο, που φέρει παρενθετικά τον τίτλο
Ακολουθία εις κεκοιμημένους για σολίστ, μικτή χορωδία, παιδική χορωδία και ορχήστρα, αποτελεί έναν μουσικό «φόρο τιμής στη μνήμη των εθνομαρτύρων της νεότερης ιστορίας μας», όπως αναφέρει ο συνθέτης σε επεξηγηματικό σημείωμά του για την ανατύπωση της παρτιτούρας του Requiem από τις Εκδόσεις Ρωμανός, το 1987.
Και συμπληρώνει: «Το δέος του "απαίδευτου" Έλληνα που με διακατείχε όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα, έφηβος ων, συγχορδίες μέσα στην εκκλησία, είχε σβήσει ύστερα από 40 και πλέον έτη μουσικού βίου. [...] Το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκπλήρωση ενός εφηβικού πόθου, μιας νεανικής φιλοδοξίας. [...] Η βασική διαφορά του Requiem από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά έργα μου έγκειται τόσο στην ίδια την υφή του "μέλους", όσο και στην εναρμόνισή του. Από 'κεί και πέρα μεγάλη σημασία έχει η χρήση των φωνών της χορωδίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στα τρία βασικά μουσικά υλικά, δηλαδή τους σολίστ, τη μικτή και την παιδική χορωδία».
Όσο για το κείμενο της Ακολουθίας εις κεκοιμημένους, το οποίο ανήκει εν πολλοίς στον συριακής καταγωγής βυζαντινό μελουργό Ιωάννη μοναχό τον Δαμασκηνό, ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει ότι είναι «ένα από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου. Μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις ορθές [...] μας διαστάσεις μέσα στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων.
Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας για να ανακαλύψουμε το "φως που καίει", την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μας. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής». Το έργο ακολουθεί τη δομή της εκκλησιαστικής ακολουθίας και περιλαμβάνει τα μέρη: Εν τω ναώ, Στάσις Α΄, Στάσις Β΄, Στάσις Γ΄, Δόξα-Τριαδικόν και Νεκρώσιμα Ιδιόμελα του Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου