Ο Γκαμπριέλ Φορέ (Gabriel Faure 1845-1924) είναι Γάλλος συνθέτης, οργανίστας, πιανίστας και δάσκαλος. Ήταν ένας από τους κορυφαίους Γάλλους συνθέτες της γενιάς του, και το μουσικό του ύφος επηρέασε πολλούς συνθέτες του 20ού αιώνα.
Έκτο κατά σειρά τέκνο μιας καλλιεργημένης οικογένειας, ο Φορέ γεννήθηκε στην κοινότητα του Παμιέ των γαλλικών Πυρηναίων.
Λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας του Marie-Antoinette-Hélène Lalène-Laprade, μέχρι την ηλικία των τεσσάρων έζησε με μια τροφό· το 1849 ο πατέρας του, Toussaint-Honoré Fauré, διορίζεται διευθυντής της École Normale στο Μονγκοζί και ο Φορέ επιστρέφει στην οικογένειά του. Δίπλα στο σχολείο του υπήρχε ένα παρεκκλήσιο, όπου ο Φορέ έπαιζε συχνά αρμόνιο· μια τυφλή ηλικιωμένη που τον άκουσε, αναγνώρισε το πηγαίο του ταλέντο και ενημέρωσε τον πατέρα του. Αργότερα, το 1853, ο Dufaur de Saubiac -αξιωματούχος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης- επίσης άκουσε τον νεαρό Φορέ να παίζει και εισηγήθηκε τις περαιτέρω σπουδές του. Μετά από έναν χρόνο, ο πατέρας του συμφώνησε και ο 9χρονος Φορέ εισάγεται στη Σχολή Κλασικής και Θρησκευτικής Μουσικής που μόλις είχε ανοίξει ο Ελβετός Λουί Νίντερμάγιερ στο Παρίσι.
Λαμβάνοντας υποτροφία από την Επισκοπή της γενέτειράς του, παρέμεινε στη σχολή ως εσωτερικός για περίπου ένδεκα χρόνια· τα δωμάτια ήταν σκοτεινά και το συσσίτιο μέτριο, ενώ το αυστηρό καθεστώς επέβαλλε την ενδυμασία μιας περιστόλιστης στολής. Η μουσική εκπαίδευση ωστόσο ήταν εξαίρετη: υπό τη διεύθυνση του Νίντερμάγιερ το εκπαιδευτικό αντικείμενο επικεντρωνόταν στην εκκλησιαστική μουσική, με σκοπό την παραγωγή άριστων οργανιστών και διευθυντών χορωδίας. Οι καθηγητές του περιλάμβαναν τον Clément Loret στο εκκλησιαστικό όργανο, τον Louis Dietsch στην αρμονία, τον Xavier Wackenthaler στην αντίστιξη και τη φούγκα, καθώς και τον ίδιο τον Νίντερμάγιερ στο πιάνο, το γρηγοριανό μέλος και τη σύνθεση.Τελειώνοντας τη σχολή, διορίζεται αρχικά οργανίστας στην Εκκλησία του Αγίου Σώστη, στην πόλη Ρεν της Βρετάνης. Παρέμεινε εκεί για τέσσερα χρόνια, όπου παρέδιδε «αμέτρητα» ιδιαίτερα μαθήματα ως συμπλήρωμα του εισοδήματός του.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε πάρει πολλά βραβεία και επαίνους όπως το Σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής. Η μουσική του Φορέ συνδέει το τέλος του Ρομαντισμού με τη μουσική του 20ου αιώνα. Σε αντίθεση με τη γοητεία της πρώιμης δουλειάς του, τα τελευταία του έργα, τα οποία γράφτηκαν όταν η αυξανόμενη κώφωση του τον είχε κτυπήσει για τα καλά, είναι αποτραβηγμένα σε χαρακτήρα.
Ως δάσκαλος διακρίθηκε. ∆ιάσημοι μαθητές του ήταν ο Σμιτ, ο Ενέσκου, ο Ραβέλ και ο Καζέλα.
Αγαπούσε πολύ το πιάνο και σε αυτό έχει στηρίξει όλη τη μουσική του δημιουργία. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ευαισθησία και όμορφες μελωδίες.
Γνωστά έργα του είναι: «13 Νυχτερινά για πιάνο», «13 Βαρκαρόλες», «Πρελούδια», «Βαλς», «Καπρίτσια», κύκλοι τραγουδιών όπως «Η Πεταλούδα», «Χιμαιρικός Ορίζοντας», «Ο Κλειστός Κήπος», και το πασίγνωστο «Ρέκβιεμ».
Ξεχωρίζουν η ορχηστρική σουίτα «Masques et bergamasques», η Σουίτα «Πελέας και Μελισάνθη, έργ. 80» και οι όπερες «Πηνελόπη» και «Προμηθέας».
Ο Φoρέ επίσης θεωρείται ειδήμων της τέχνης του Γαλλικού Τραγουδιού και διαφαίνεται στον δεύτερο τόμο με 60 τραγούδια του, μερικά από τα οποία περιλαμβάνουν τα "Les berceaux", "Les roses d'Ispahan" και κυρίως το "Clair de lune" (φεγγαρόφως). Ο Φωρέ έγραψε επίσης μερικούς κύκλους τραγουδιών, εκ των οποίων οι "Πέντε Βενετσιάνικες Μελωδίες", Op. 58, περιγράφονται από τον συνθέτη ως ένα είδος σουίτας τραγουδιών, με ένα κεντρικό μουσικό θέμα να διαπερνά όλο τον κύκλο. Ένας μεταγενέστερος κύκλος με τίτλο "La bonne chanson", Op. 61, εμπεριέχει πέντε μουσικά θέματα που ανακυκλώνονται ανά τα τραγούδια, και περιγράφεται ως «η πιο αυθόρμητη σύνθεσή» του· μέχρι την ολοκλήρωσή του, η ερωμένη του -Έμμα Μπαρντάκ- του τραγουδούσε καθημερινά ό,τι καινούριο είχε γράψει.Το Ρέκβιεμ, Op. 48, δεν γράφτηκε εις μνήμην κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, αλλά γιατί "απλά ήθελε να το γράψει". Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1888 και έχει παρομοιωθεί ως «νανούρισμα του θανάτου» λόγω του ήρεμου χαρακτήρα του. Οι όπερες του Φωρέ δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν τη θέση τους στο ρεπερτόριο του λυρικού θεάτρου.Από τα ορχηστρικά του έργα ξεχωρίζει η ορχηστρική σουίτα Masques et bergamasques (βασισμένη σε μουσική για ένα θεατρικό έργο, μια divertissement comique) και η μουσική για το θεατρικό Πελλέας και Μελισσάνθη.Όσον αφορά τα έργα μουσικής δωματίου, ξεχωρίζουν τα δύο του κουαρτέτα με πιάνο[ ενώ περιλαμβάνονται και δύο κουιντέτα με πιάνο, δύο σονάτες για βιολί, ένα τρίο με πιάνο και ένα κουαρτέτο εγχόρδων· το τελευταίο, μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί ως «ένας εσωτερικός διαλογισμός για τα περασμένα».
Για την Παβάνα
Η Παβάνα σε φα# ελάσσονα op.50 είναι ένα ορχηστρικό έργο, προαιρετικά με χορωδία, που γράφτηκε το 1887. Η πρώτη εκτέλεση του έργου δόθηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1888 στη σειρά κοντσέρτων Lamoureux υπό τη διεύθυνση του Charles Lamoureux. Τρεις μέρες αργότερα το έργο εκτελέστηκε και με χορωδία στη Société Nationale de Musique. Τέλος το 1891 το έργο παρουσιάστηκε στην πλήρη του μορφή, με ορχήστρα χορωδία και χορευτές στους κήπους της Ελισσάβετ κοντέσας του Greffulhe, στο Bois de Boulogne. Η επιτυχία του έργου από την αρχή ήταν μεγάλη. Το 1917 εντάχθηκε στο ρεπερτόριο των Ρώσικων Μπαλέτων του Sergei Diaghilev.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου