Του Κ.Λουκάκου
(αναδημοσίευση απο Αυγή)
(αναδημοσίευση απο Αυγή)
Με το χάραμα της 22ας Νοεμβρίου ήλθε το άγγελμα: ο Αργύρης Κουνάδης δεν βρισκόταν πλέον ανάμεσά μας. Έσβησε γαλήνια την αμέσως προηγούμενη νύχτα διασφαλίζοντας οριστικά, αυτή τη μέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, τη δική του ακώλυτη και οφειλόμενη πρόσβαση στα Ηλύσια της Ιστορίας. Η αλήθεια είναι ότι ο Κουνάδης ήταν απών από το ελληνικό προσκήνιο εδώ και χρόνια. Ο θάνατος τον συνάντησε στο Φράιμπουργκ της νοτιοδυτικής Γερμανίας, όπου ήταν εγκατεστημένος από μακρού, πέρα από την άστοργη πατρογονική γη και την επιλεκτική λήθη της. Μοναδική εξαίρεση στην ελληνική σιγή η βράβευση του σημαντικού αυτού δημιουργού με το Μεγάλο Βραβείο της Μουσικής από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, τον περασμένο Δεκέμβριο, στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Ο έπαινος των σοφιστών, λοιπόν, ως ταπεινό φύλλο συκής της οργανωμένης διαχείρισης του Πολιτισμού από το νεοελληνικό κράτος. Δίκαιη τότε η απορία του, κατά την τηλεφωνική μας συνομιλία για την αναγγελία του γεγονότος, πώς και τον είχε θυμηθεί η Ελλάδα.
Και ενδεικτική της δίψας του για το χάδι της πατρίδας η επιστράτευση των καθοριστικά απομειωμένων από την ασθένεια σωματικών του δυνάμεων για να παραστεί στην Τελετή, που τελικά δεν κατόρθωσε να πλαισιώσει: ο ίδιος παρέμεινε εξαντλημένος από την ταλαιπωρία του ταξιδιού στο δωμάτιο του πλησιόχωρου ξενοδοχείου του εκχωρώντας τη χαρά παραλαβής της υψηλής Διάκρισης στην αγαπημένη του σύζυγο.
Και ενδεικτική της δίψας του για το χάδι της πατρίδας η επιστράτευση των καθοριστικά απομειωμένων από την ασθένεια σωματικών του δυνάμεων για να παραστεί στην Τελετή, που τελικά δεν κατόρθωσε να πλαισιώσει: ο ίδιος παρέμεινε εξαντλημένος από την ταλαιπωρία του ταξιδιού στο δωμάτιο του πλησιόχωρου ξενοδοχείου του εκχωρώντας τη χαρά παραλαβής της υψηλής Διάκρισης στην αγαπημένη του σύζυγο.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1924, ο Κουνάδης αποτέλεσε έναν ακόμη εκπρόσωπο του Μείζονος Ελληνισμού από εκείνους που η κοσμοπολίτικη νοοτροπία βοήθησε να διαπρέψουν επιλέγοντας δύσβατο δρόμο και παρακάμπτοντας τα όρια του περιορισμένου μικροελλαδικού πεδίου δράσης. Μαθητής του Δημήτρη Μαρή και του Σπύρου Φαραντάτου στο πιάνο, ο νεαρός Κουνάδης αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών στα 1952 και διδάχθηκε -ως πιθανότατα ο αρχαιότερος ηλικιακά των μαθητών του- από τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο, από όπου και απέσπασε δίπλωμα σύνθεσης 3 χρόνια αργότερα.
Νωρίς βρέθηκε να δρα στο πλαίσιο του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Ανήσυχος νέος, συνέχισε τις σπουδές του με κρατική υποτροφία στο Φράιμπουργκ, πλάι σε μια φυσιογνωμία της τότε γερμανικής μουσικής πρωτοπορίας, τον συνθέτη Βόλφγκανγκ Φόρτνερ, που ανάμεσα στα έργα του σημειώνουμε και μιαν αξιόλογη μελοποίηση του «Ματωμένου Γάμου» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Η ευχέρεια που αποκτά ο Κουνάδης στις μοντερνιστικές συνθετικές τεχνικές της εποχής, ενισχύει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και τον οδηγεί στη μουσική διεύθυνση του θρυλικού οργανικού συνόλου «Musica Viva». Κύριος του δημιουργικού εαυτού του όμως, ο μουσουργός δεν εγκαταλείπεται άκριτα στις αδιέξοδες εμμονές της εποχής, αλλά τολμά να συγκροτήσει τη δική του ιδιαίτερη συνθετική ταυτότητα, όπου συνδυάζεται η αυστηρότητα του βυζαντινού «ήθους» με την ενσωμάτωση μιας φωνητικά ελαυνόμενης ποιότητας στις οργανικές γραμμές. Έτσι διαμορφώνει μιαν εντελώς προσωπική μουσική γλώσσα και με αυτήν ως όχημα εμβολιάζει την κλινική εγκεφαλικότητα του ατονικού πλαισίου της δράσης του με ιδιωματική εκφραστικότητα μεγάλης δύναμης που τον κατατάσσει σε μια μορφή μεταμοντέρνου μουσικού εξπρεσσιονισμού με επιρροές που εκτείνονται από τον Στραβίνσκυ και τον Μπάρτοκ μέχρι το ρεμπέτικο τραγούδι και την κεφαλλονίτικη αριέτα.
Η στιβαρή βιωματική ευθυβολία της μουσικής του τον προόριζε θαρρείς για τη μελοποίηση του λόγου, έμμετρου και θεατρικού. Και με την αμεσότητά της βρέθηκα πρώτη φορά αντιμέτωπος για ένα από τα πρώτα κριτικά μου σημειώματα, στο πλαίσιο αναβίωσης της μικρής οιδιπόδειας όπεράς του «Ο Γυρισμός» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, παρεμπιπτόντως της μοναδικής μέχρι σήμερα -μαζί με τις «Βάκχες» του στο ΜΜΑ- σκηνικής αναβίωσης λυρικού του έργου στη χώρα του (ορισμένα χορικά από το λυρικό δράμα του «Βάκχαι» παρουσιάσθηκαν στη μονογραφική συναυλία της 13ης/01/2006 στο ΜΜΑ με την πολυθρήνητη Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη). Οι όπερές του, με ενεργητική συμμετοχή του ίδιου στη συγγραφή αρκετών από τα λιμπρέτα του, συγκροτούν ένα επιβλητικό σώμα 11 έργων υψηλής θεματικής διακινδύνευσης που τώρα αναμένουν τη συστηματική μελέτη και προετοιμασία για την οργανωμένη αναβίωσή τους. Πλάι τους, πέρα από ένα κοντσέρτο για πιάνο, μια Συμφωνιέτα και έργα μουσικής δωματίου, ξεχωρίζει ένα υπολογίσιμο σώμα έντεχνων μελωδιών μεγάλου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και 5 ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη που ελπίζουμε να περιλάβει σε επόμενο δίσκο της η Ελληνογερμανίδα Kammersaengerin Stella Doufexis (βλ. επί του παρόντος την κυκλοφορία του πρώτου, υπό τον τίτλο «Sketches of Greece», όπου ο Κουνάδης πλαισιώνεται από τον Μητρόπουλο, τον Ραβέλ, τον Σούμπερτ και άλλους, Coviello Classics CD 40613).
Άξιος ανακάλυψης παραμένει και ο κινηματογραφικός Κουνάδης με δεδομένο ότι έχει υπογράψει τη μουσική ταινιών που αποτέλεσαν σταθμό στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία, όπως μ.ά. «Το κορίτσι με τα μαύρα» (με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη) και «Το τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, καθώς και η «Αντιγόνη» του Γιώργου Τζαβέλλα (με την Ειρήνη Παππά).
Σεμνός και αυτοκριτικός μέχρις αναιρέσεως, ο Αργύρης Κουνάδης αρνήθηκε να εξαργυρώσει οτιδήποτε παρεμπίπτον στη μουσική του, συμπεριλαμβανομένης της συνεπούς ένταξής του στην ελληνική αριστερά. Όπως μας ενημερώνει ο ακάματος ερευνητής και μουσικός κριτικός Γιώργος Λεωτσάκος, που πέρα από την πολυετή εκτίμηση και εμπιστοσύνη του συνθέτη διαχειρίζεται πολύτιμο αρχειακό υλικό του, ο Κουνάδης «παρακολουθώντας τις νεώτερες διεθνείς τάσεις της μουσικής ενέδωσε σε μια σκληρή και άδικη αυτοκριτική: αποκήρυξε - κατέστρεψε σχεδόν όλα τα έργα του της περιόδου 1949-57». Ο ίδιος ο αγαπητός πρύτανης της ελληνικής μουσικής κριτικής, στα πρόθυρα δημοσίευσης ενός πολυαναμενόμενου ογκώδους έργου για τον εφέτος τιμώμενο Σπύρο Σαμάρα, μου διατύπωσε άμεσα και προφορικά την εκτίμηση -που αναπαράγω με την άδειά του και για την ιστορία- ότι «ο Κουνάδης είναι ένας νέος Σαμάρας που αναμένει ένα νέο Λεωτσάκο για την αποκατάστασή του». Είθε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου