Η «Κρητικοπούλα» κατόρθωσε να φέρει αισθήματα ευφορίας
Του Νικου Bατοπουλου
ΠΡΕΜΙΕΡΑ. Η ελληνική οπερέτα φαίνεται να κέρδισε άλλη μία νίκη στη Λυρική Σκηνή, με την «Κρητικοπούλα» του Σπυρίδωνος Σαμάρα, τη νέα παραγωγή, που έφερε ξανά στο προσκήνιο αυτό το ευφρόσυνο έργο του 1916. Πήγα επιφυλακτικός, αλλά με πολλή περιέργεια, για να δω πώς μπορεί να ανέβηκε αυτή η ενετο-κρητική «φαντασία», χωρίς να είναι κιτς, χωρίς να είναι καρικατούρα. Δύσκολο το στοίχημα του σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια. Αλλά από τα μέσα της πρώτης πράξης και μετά, καθώς είχα πλέον εξοικειωθεί με τη φολκλορική εικονογραφία, και την είχα αποδεχθεί ως πύλη σε έναν διασκεδαστικό κόσμο, αντιλήφθηκα ότι μπροστά μου ξετυλιγόταν ένα γαϊτανάκι χαράς.
Δύσκολα θα φανταζόμουν ότι δεν θα χόρταινα να ακούω την εύθυμη μουσική του Σαμάρα, να πλημμυρίζει τις αισθήσεις με τα υπέροχα χορωδιακά και ντουέτα. Και ακόμη πιο δύσκολο να φανταστώ ότι ένα έργο του 1916 θα έκανε το κοινό να φύγει με τόσα χαμόγελα. Είναι το «δώρο» που αφήνει η παράσταση στον κόσμο. Με έκανε να σκεφτώ ότι η αποκατάσταση του έργου (προϊόν μεγάλης έρευνας) ανοίγει δρόμους, όχι μόνο μουσικής παιδείας, αλλά εθνικής αυτογνωσίας. Δεν μπόρεσα να αποφύγω αυτή την απόχρωση.
Αλλά, η παράσταση της «Κρητικοπούλας» είναι πρωτίστως ένα καλλιτεχνικό και όχι ένα ιδεολογικό προϊόν. Αναπτύσσεται με σοφία, καθώς οι ήρωες είναι «ήρωες» και οι «αντι-ήρωες», αυτό που πρέπει. Στην πρεμιέρα, ο Γιάννης Χριστόπουλος ως Παύλος έδειξε ότι ξέρει να κρατάει τον πρώτο ρόλο, η φωνή του φθάνει με ωραίους κυματισμούς στο κοινό. Η Γεωργία Ηλιοπούλου, ως Αρετή, η Κρητικοπούλα που έγινε «παλικάρι», έγινε αγαπητή στη σκηνή, είχε και ρόλο αβανταδόρικο. Η Τζούλια Σουγλάκου, στον κωμικό ρόλο της Δούκισσας, τα έδωσε όλα. Η Μαρία Μητσοπούλου, στον κλασικό ρόλο της Κοντέσσας, ήταν ωραία παρουσία, το κομψό αντίβαρο στον τραχύ αλλά ερωτικό Παύλο. Αριστος Κρητίκαρος, ο Δημήτρης Σιγαλός ως Μιχάλης, συμπαθής ο Παύλος Μαρόπουλος ως αββάς, ευέλικτος και ευχάριστος, ο Γιώργος Ματθαιακάκης ως Δούκας. Ο Φουρλάνος του Κωστή Ρασιδάκη, με μεγάλη κομψότητα, χάρη και ερμηνευτική ικανότητα. Μαέστρος, ο έμπειρος Ηλίας Βουδούρης. Εξοχη η χορωδία υπό τη διδασκαλία του Νίκου Βασιλείου.
Η «Κρητικοπούλα» είναι ένα έργο που μιλάει για «τομές». Ενας Επτανήσιος γράφει για την Κρήτη, που είναι στο μεταίχμιο αυτοκρατοριών αλλά και πρόσφατα ενωμένη με την Ελλάδα, την εποχή που γράφτηκε το έργο (1916). Η «Κρητικοπούλα» ενώνει τη Δύση και την Ανατολή, δύο μουσικές παραδόσεις και ενδυματολογικούς κώδικες. Σατιρίζει «χοντροκομμένα» την εξουσία και ευτελίζει με χάρη τον «ηρωισμό». Υπογείως αλλά προοδευτικά στεντορείως, προχωρεί σε συμφιλίωση καθώς η αγάπη και το δόγμα ότι «οι άνθρωποι παραμένουν στη βάση τους ίδιοι» θριαμβεύουν. Στο τέλος, υπάρχει η ψευδαίσθηση πυροτεχνημάτων. Ευφορία.
Παραστάσεις 19, 20/11 και 1, 4/12
Η επιστροφή της «Κρητικοπούλας»
Περίπου ογδόντα χρόνια είχε να δοθεί ολόκληρη σε σκηνική μορφή «Η Κρητικοπούλα» του Σπύρου Σαμάρα (1861-1917). Γραμμένη σε κλίμα εθνικής ευφορίας μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η χαριτωμένη κωμική
πρωτοανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας το 1916.
Η ΕΛΣ ανέβασε την «Κρητικοπούλα» τιμώντας τη φετινή επέτειο των εκατό χρόνων από το θάνατο του συνθέτη. Εναυσμα στάθηκε η συναυλιακή παρουσίαση του έργου στις Ελληνικές Μουσικές Γιορτές της ΚΟΑ (20/4/2011), που έπεισε ότι ασφαλώς αξίζει να το απολαύσουμε και σκηνικά, τουλάχιστον ως ενδιαφέρουσα άσκηση μουσικής πατριδογνωσίας. πρωτοανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας το 1916.
Η νέα παραγωγή επαλήθευσε απόλυτα τις αρχικές εντυπώσεις. Πρόκειται για μια καλογραμμένη, ανάλαφρη, σφύζουσα από ευφορία δημιουργία της ελληνικής μπελ-επόκ, με ευδιάκριτο μουσικό και ιδεολογικό στίγμα, δομημένη έμπειρα με προδιαγραφές οπερέτας: εύκολες, πιασάρικες μελωδίες, εισηγμένους χορευτικούς ρυθμούς της εποχής, εκκλησιαστικούς ύμνους και γνωστούς ελληνικούς σκοπούς, χαρακτήρες σαν βγαλμένους από καρτ-ποστάλ, δεσπόζουσα συνεισφορά της χορωδίας. Καταργώντας τις αμφιλεγόμενες ευκολίες των παραστάσεων του «Ακροπόλ», το ακρόαμα στο «Ολύμπια» δόθηκε χωρίς μικρόφωνα.
Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας και οι συνεργάτες του επένδυσαν μονομερώς, πλην όχι και άστοχα, στην εγγυημένη απήχηση της νοσταλγίας. Πρότειναν μια αναπαράσταση παράστασης εποχής, όπου επιστράτευσαν κάθε στερεότυπο της οπερέτας: σκηνικά σαν χαρτοκοπτική, ταμπλό-βιβάν, κορεσμένα χρώματα και φωτισμούς, χαρακτηριστικά εθνικά κουστούμια, σπιρτόζικους πεζούς διαλόγους, ομαδική κινησιολογία, κωμικά γκαγκ, στοιχεία μιμικής κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σπαρταριστό, επίτηδες λίγο κιτς θέαμα που, ανάλογα με τα ανακλαστικά και την καλλιέργεια εκάστου, ακροβατούσε μεταξύ οικείου και κοινότοπου δίχως, ευτυχώς, να υπονομεύει την υποδόρια γοητεία της ιστορικής αθωότητας -και ιλαρότητας!- του πρωτοτύπου. Το ακρόαμα υπό τον Ηλία Βουδούρη ήταν γενικώς καλό και ασφαλώς θα βελτιωθεί με την επανάληψη· το σημαντικότερο, όμως, είναι πως διαθέτει θαυμάσια μουσική και σφύζει από ευθυμία που περνά άμεσα στην πλατεία. Ακούσαμε τη δεύτερη διανομή -απολαυστικές οι Ελένη Βουδουράκη (Αρετή), Σοφία Κυανίδου (Κοντέσσα), σπινθηροβόλος ο Ζαφείρης Κουτελιέρης (Φουρλάνος)!- αποκομίζοντας καλές εντυπώσεις (13/11/2011). Συγκεφαλαιωτικά: Νομίζω ότι η «Κρητικοπούλα» μπορεί άνετα να προστεθεί και να παραμείνει στο ρεπερτόριο δίπλα στον σύγχρονό της «Βαφτιστικό».Πηγή
Περισσότερα για την "Κρητικοπούλα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου