Μερικώς θύμα των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης έγινε το πολυαναμενόμενο ρεσιτάλ του Γιόνας Κάουφμαν, που πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.
Προγραμματισμένο για τις 20/10, συνέπεσε με την ψήφιση του επίμαχου πολυνομοσχεδίου στη Βουλή και την απεργία της ΑΔΕΔΥ, στην οποία συμμετείχαν οι μουσικοί της ΚΟΑ. Ετσι, τον διεθνή Γερμανό τενόρο συνόδεψε στο πιάνο ο προσωπικός του πιανίστας Στελάριο Φαγκόνε αντικαθιστώντας τα ακυρωμένα εμβόλιμα ορχηστρικά αποσπάσματα με κομμάτια των Σοπέν και Λιστ. Οι εντυπώσεις ήσαν απολύτως αναμενόμενες, με πολλά θετικά αλλά και κάποιες σημειακές επιφυλάξεις. Γεννημένος στο Μόναχο, ο 42χρονος Κάουφμαν ξεκίνησε να τραγουδά ρεπερτόριο λυρικού τενόρου για να μετακινηθεί βαθμιαία σε πιο δραματικούς ρόλους. Διαθέτει εξαιρετικά φωνητικά προσόντα και «λατινικό» σκηνικό παρουσιαστικό που μαγνητίζουν τα ακροατήρια εξίσου σε αίθουσες συναυλιών και λυρικές σκηνές. Η απήχησή του αποτυπώνεται εύγλωττα στο εντυπωσιακό άπλωμα διεθνούς σταδιοδρομίας και στην αύξουσα δισκογραφία σε CD και DVD. Παρ' ότι στις τρέχουσες περιοδείες του παρουσιάζει κυρίως προγράμματα με γερμανικό λιντ, στην Αθήνα πρόσφερε μόλις έξι άριες ιταλικού βερισμού των Πονκιέλι, Τσαντονάι, Τσιλέα, Μασκάνι, Τζορντάνο και Λεονκαβάλο.
Πλην μίας ήσαν όλες σύντομες και χιλιοακουσμένες, ενώ σε αυτές πρόσθεσε ένα μοναχικό και παράταιρο απόσπασμα της βαγκνερικής «Βαλκυρίας». Το τραγούδι του ήχησε άψογο, με φωνή υγιέστατη, ηχοχρωματικά διφυή μεν αλλά δίχως ασυνέχειες, θερμή σαν βαρύτονου στη χαμηλή περιοχή και λαμπερή τενορίστικη στην υψηλή. Επιπλέον, διαθέτοντας τέλεια τεχνική και έλεγχο, διέπλασε ιδιαίτερα εκλεπτυσμένες διακυμάνσεις δυναμικής τις οποίες αξιοποίησε σε έκφραση ιδιαίτερης ευαισθησίας. Μαγεμένο, το ενθουσιώδες ακροατήριο παρέβλεψε ότι ο ωραίος τενόρος εξευγένισε στο έπακρο το ρεπερτόριο του βερισμού ακυρώνοντας την αίσθηση του ακατέργαστου συναισθήματος και της εκφραστικής τραχύτητας που κατ' εξοχήν το χαρακτηρίζει.
Ηδονικά ηχοχρώματα από τον Γιώργο Πέτρου
Η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία της ιστορικά ώριμης εργογραφίας του αμερικανικού μινιμαλισμού από τα προγράμματα των ξένων και ελληνικών συνόλων συνιστά μία από τις πολλές, μείζονες «τρύπες» της εγχώριας μουσικής ζωής. Συνεπώς, η επιλογή της Καμεράτα να παίξει αντιπροσωπευτικά έργα του στην αίθουσα Μπανκέ του Μεγάρου Μουσικής υπήρξε πολλαπλά ευπρόσδεκτη (22/10/2011), έστω κι αν αυτό έγινε υπό τον τίτλο «Σύγχρονες μουσικές τάσεις από την Αμερική» -το κίνημα έχει προϊστορία μισού αιώνα!- νοθεύοντας, επιπλέον, την ακρόαση με «εύκολα», υποτίθεται προδρομικά εμβόλιμα όπως το «Αντάτζιο» του Μπάρμπερ και το «Νανούρισμα» του Γκέρσουιν.
Απροσδόκητη αλλ' ομολογουμένως ερεθιστικά ενδιαφέρουσα υπήρξε η συμμετοχή του ειδικευμένου μπαροκίστα Γιώργου Πέτρου ως αρχιμουσικού και σολίστα. Η βραδιά ξεκίνησε ήπια με το στοχαστικό «Αντάτζιο» (1938) του Μπάρμπερ. Ακολούθησε το «Τυρολέζικο κοντσέρτο για πιάνο» (2000) τού σήμερα πια 74χρονου Φίλιπ Γκλας, ένα απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της πιο προσιτής εκδοχής του μινιμαλισμού. Μουσική απατηλά απλή, την οποία πολλοί θεωρούν απλώς εκνευριστικά απλοϊκή, αναπτύσσεται βασιζόμενη στις απαράλλαχτα τυπικές στρατηγικές λιτής έκφρασης του συνθέτη: δύο γοργά, σύντομα μέρη σε διεγερτικά ζωηρούς ρυθμούς πλαισιώνουν ένα αργό, λυρικό/ρεμβαστικό μορφής παραλλαγών με διπλάσια διάρκεια.
Το κοντσέρτο δόθηκε άψογα χάρη στο εύπλαστο, τεχνικά ασφαλές, συναισθηματικά λιτό και ειλικρινές παίξιμο του Γιώργου Πέτρου, ο οποίος φώτισε αβίαστα το ιδιότυπο υπόστρωμα της ηδονικής, κάπως εσχατολογικής μελαγχολίας στον πυρήνα της μουσικής του Γκλας. Μετά το νεανικό «Νανούρισμα» (1919-20) του Γκέρσουιν σειρά είχε η τεχνικά ιδιαίτερα απαιτητική σύνθεση του Τζον Ανταμς «Shaker loops» (1978-83), μουσική ευρισκόμενη στο ακριβώς αντίθετο άκρο του μινιμαλιστικού ρεπερτορίου. Ο τίτλος παραπέμπει στις αενάως επαναλαμβανόμενες φράσεις των εγχόρδων που μιμούνται κυματισμό νερού, αλλά και στις τρομώδεις κινήσεις του χορευτικού τελετουργικού των οπαδών της αμερικανικής θρησκευτικής σέκτας των «Σέικερς». Η τετραμερής σουίτα πάλλεται από νεύρο, ζωντάνια, παιγνιώδη διανοητική εγρήγορση και αστείρευτη μουσική ευρηματικότητα, ενώ ταυτόχρονα παραμένει καθαρά μινιμαλιστική στην αυστηρά αφαιρετική, κυρίαρχα επαναληπτική δομή της.
Συλλαμβάνοντας με υγιές μουσικό ένστικτο τις υποδόριες συγγένειες ανάμεσα στα δύο ιστορικώς απομακρυσμένα ρεπερτόρια του μπαρόκ και του μινιμαλισμού, ο Πέτρου πρόσφερε μια ανάγνωση στην οποία δέσποζαν η διαφάνεια του ήχου, η τεταμένη, μεθυστικά αιχμηρή απόδοση των επίμονων ρυθμικών σχημάτων -τα «loops» του τίτλου!- και οι ηδονικές ηχοχρωματικές αντιπαραθέσεις. Μια βραδιά που λειτούργησε ως ψυχικό διάλειμμα! *
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου