του Κ.Λουκάκου
Η πλημμυρίδα συναυλιών με επίκεντρο τα έργα του Gustav Mahler (1860 - 1911) τις τελευταίες δύο δεκαετίες θα υπερέβαινε και την πλέον τολμηρή προσδοκία των πιονιέρων του Αυστροούγγρου μουσουργού και αρχιμουσικού. Οι απαιτητικές σε αρχιτεκτονική δόμηση και όγκο δυνάμεων συμφωνίες του -που παλιότερα διεκδικούσαν σποραδικά οι πρωτοπόροι Κλέμπερερ, Βάλτερ, Φριντ, Άντλερ, Φλίπσε ή Μητρόπουλος-, αναβιώνουν πλέον, με ανησυχητική συχνότητα και παρήγορες αξιώσεις, ακόμη και στις πλέον απομεμακρυσμένες γεωγραφικές συντεταγμένες.
Η εν έτει 2011 συμπλήρωση 100 χρόνων από την εκδημία του επιβεβαίωσε την τεράστια βιωματική απήχηση της αποκαλυπτικής εσχατολογικής δήλωσης του Μάλερ σε πλήθη ακροατών πολύ ευρύτερα του τακτικού κοινού της «σοβαράς μουσικής». Και, όπως είναι φυσικό, η παραστατική επαναφορά ανεβάζει δραματικά τον πήχυ των απαιτήσεων για κάθε νέα διεκδίκηση του ρεπερτορίου αυτού. Το Φεστιβάλ Αθηνών αντιμετώπισε γενναιόδωρα τη μνήμη του Μάλερ, αντιπαραθέτοντας δημιουργικά την 6η και 2η του συμφωνία σε αναγνώσεις από ένα διεθνούς φήμης και έναν εγχώριας σημασίας μουσικό σχηματισμό.
Με βαθιά χαραγμένο στο υποσυνείδητο τον συνειρμό του ακαριαίου θανάτου του Δημήτρη Μητρόπουλου (2/11/1960) κατά τη διάρκεια δοκιμής της 3ης συμφωνίας στη Σκάλα του Μιλάνου και με διαρκή τον καταλυτικό αντίκτυπο της 6ης που ο Έλληνας είχε διευθύνει για τη Ραδιοφωνία WDR της Κολωνίας, υποδεχθήκαμε -στις 26 Ιουνίου στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού- την οργανωτικά αυτονομημένη σε νεώτερους καιρούς Filarmonica della Scala και μάλιστα, κατά μιαν ακόμη σύμπτωση, με αρχιμουσικό τον εκ Λένινγκραντ ορμώμενο Semyon Bychkov (γεν. 1952), που επί πολλά χρόνια συμπορεύθηκε με την -τόσο αγαπητή στον κοσμοπολίτη και κοσμοκαλόγερο Μητρόπουλο- δυτικογερμανική ορχήστρα.
Ο ταχύς βηματισμός εισαγωγής της α' κίνησης εγκαθίδρυσε μιαν ατμόσφαιρα με περισσότερο δραματικά και λιγότερο τραγικά χαρακτηριστικά. Ηθελημένα (πιθανόν ως εκπρόσωπος της μεγάλης σοβιετικής σχολής διεύθυνσης ορχήστρας) ή αθέλητα ο Μπύτσκοφ απογύμνωσε το αρχικό αυτό allegro energico από την απειλητική αιχμή που υπαινίσσεται η γερμανόφωνη αγωγική ένδειξη heftig, επιχειρώντας να κρατήσει αποθέματα εκφραστικότητας για την επανέκθεση του θέματος. Η αίσθηση ερμηνευτικής αβεβαιότητας συνεχίσθηκε και στο σκέρτσο που ακολούθησε (ο Μπύτσκοφ επέλεξε να το προτάξει του αργού μέρους παρά την αντίθετη αναγραφή στο καρτελόνε του συνοδευτικού προγράμματος), ελάχιστα «μανιασμένο» (wuchtig) κατά την αγωγική επιταγή του Μάλερ και με μιαν Ορχήστρα που, παρά το αδιαμφισβήτητο επίπεδό της, μοιάζει ακόμη να ψάχνεται σε σχέση με κεντροευρωπαϊκές στο ρεπερτόριο αυτό. Τα πράγματα μεταβλήθηκαν δραματικά στο andante moderato, κίνηση περισσότερο ατμοσφαιρική και με ωραίες ευκαιρίες για το τραγούδι των εγχόρδων και των ξύλινων χωρίς τις -εν Ηρωδείω τουλάχιστον- ασύμμετρες παρεμβάσεις των χάλκινων. Η ανάπτυξη εδώ υπήρξε εξαιρετικά εστιασμένη και οδήγησε σε ένα φινάλε αρκούντως νυχτερινό και με τα ατμοσφαιρικά φυσιολατρικά επεισόδια να προοιωνίζονται τη συμφωνική προγραμματική αναβάθμισή τους στις Nachtmusiken της 7ης συμφωνίας.
Στην πρώτη του ηρωδειακή εμφάνιση, μετά την ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (15/07/2011), ο Βασίλης Χριστόπουλος (γεν. 1975) αναδέχθηκε τολμηρό στοίχημα τόσο για τον ίδιο όσο και για το Φεστιβάλ. Ένα στοίχημα που εν μέρει κερδήθηκε πρωτίστως μέσα από τη θεαματική επίταση της διαφάνειας συμβολής των διαφόρων ομάδων στην πολύπλοκη πολυφωνία της 2ης του Μάλερ. Σχεδόν αναμέναμε ότι υπό το πρόσταγμά του η υποβόσκουσα ένταση του μεγάλου allegro maestoso δεν θα εκφυλιζόταν σε τυφλή ρυθμικότητα, και ότι θα συνδυαζόταν με ευπρόσδεκτη πλαστικότητα στις εσωτερικές μεταβολές της ροής και εγκατάλειψη της μονοσήμαντα κραυγαστικής δυναμικής που ανέκαθεν εξέπεμπε η ΚΟΑ. Ο Μάλερ του δεν επενδύει στην υστερία ούτε λαγνοκοιτάζει τη μεγαλοστομία που τόση απήχηση επιτυγχάνει στο πρώτο επίπεδο πρόσληψης της μουσικής αυτής. Τα piani επιτέλους αφομοιώνονται στην περιρρέουσα σιγή όταν χρειάζεται, η συμφωνική αφήγηση παίρνει τον χρόνο της, η οδύνη της μαλερικής ενδιάθεσης διευρύνει την εσωτερικότητά της, λεπτομέρειες φωτίζονται. Απολαύσαμε την αποφυγή εκφυλισμού της παρωδίας σε χονδροειδή σαρκασμό στις βιεννέζικες αναφορές των κεντρικών κινήσεων, ουδέποτε απογυμνωμένες από το ιδιαίτερο Schmalz της καταγωγής τους. Τι μας έλειψε; Η κεντρική κυρίαρχη αίσθηση άφευκτης ειμαρμένης, και ειδικότερα η απουσία συνολικής εποπτείας του συμφωνικού μίτου στο τελευταίο μεγάλο και κατακερματισμένο κεφάλαιο του έργου που εισάγει το Urlicht της κοντράλτο (παρεμπιπτόντως ιδιωματικά γερμανικά και ευγένεια εκφοράς από τη Δάφνη Ευαγγελάτου, επανειλημμένες τονικές επισφάλειες από την μάλλον νευρική εν προκειμένω Σοφία Κυανίδου που ακολούθησε). Χωρίς αυτή την αναγκαία πυξίδα η υποδόρια διάσταση τρομερών και επίφοβων χρησμών δεν διαπερνά την επιφάνεια της μεγαλειώδους καταληκτικής δήλωσης της συμφωνίας. Θα περιμένουμε την πορεία προς την κατάκτησή της από τον νεαρό αρχιμουσικό με ενδιαφέρον και προσδοκία. Καλή αρχή!
Δημοσιεύθηκε 16/10/11 στην Αυγή
διαβάστε και ΕΔΩ για την συναυλία της ΚΟΑ (15/07/2011), http://www.parathemata.com/2011/07/1860-1911.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου