Μίσα Μάισκι (Mischa Maisky)...
Ένας από τους σημαντικότερους τσελίστες της εποχής μας, μαθητής του Μτσισλάβ Ροστροπόβιτς ...
Όταν έκανε το ντεμπούτο του, το 1965, με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, του αποδόθηκε το παρωνύμιο «ο Ροστροπόβιτς του μέλλοντος». Και όχι άδικα, αφού ο μεγάλος δάσκαλος σύντομα αναγνώρισε στο πρόσωπο του μαθητή του έναν άξιο συνεχιστή του πλέκοντας με παρρησία το εγκώμιό του: «(Ο Μίσα Μάισκι είναι) ένα από τα εξαιρετικά ταλέντα της νέας γενιάς. Το παίξιμό του συνδυάζει ποίηση και άκρα ευαισθησία με έντονο ταμπεραμέντο και θαυμάσια τεχνική.»
Ο Μίσα Μάισκι θα εμφανιστεί στις 14 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών,στο πλαίσιο της σειράς «Μεγάλοι Ερμηνευτές».
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει έργα Μπετόβεν, Σούμαν,Ντεμπυσί, Γρανάδος,Αλμπένιθ, Ντε Φάλια.Στο πιάνο θα τον συνοδεύσει , η κόρη του Λίλυ Μάισκι
Για το πρόγραμμα αναλυτικά
Από τον Κλασικισμό στην Ισπανική Εθνική Μουσική Σχολή
Έργα αρχικώς γραμμένα για φωνή σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος του ρεσιτάλ του Μίσα Μάισκι στο Μέγαρο.
Το πρόγραμμα αρχίζει λοιπόν με έναν από τους εμβληματικούς εκπροσώπους του Κλασικισμού, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) και τις «Επτά Παραλλαγές για πιάνο και βιολοντσέλο σε μι ύφεση μείζονα πάνω στο ντουέτο Bei Männern welche Liebe fühlen [Οι άντρες που έρωτα νιώθουν]» από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Η μελωδία προέρχεται από το φινάλε της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης, όπου η Παμίνα και ο Παπαγκένο υμνούν τις χαρές της αγάπης.
Το σύντομο αυτό έργο θα διαδεχθούν τα Fantasiestücke [«Κομμάτια Φαντασίας»], έργο 73 του Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), ενός εκ των επιφανέστερων πρεσβευτών του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Πρόκειται για μια τριμερή σύνθεση του 1849 που είχε γραφτεί για πιάνο και κλαρινέτο αλλά ερμηνεύεται συχνά από πιάνο και τσέλο. Η σκυτάλη παραδίδεται αμέσως μετά στον Ιμπρεσιονισμό και τον Κλοντ Ντεμπισί (1862-1918). Θα ακουστεί η Σονάτα σε ρε ελάσσονα που ο Γάλλος μουσουργός συνέθεσε το καλοκαίρι του 1915, κατόπιν παραγγελίας του μουσικού εκδότη Ντιράν ο οποίος είχε ζητήσει από τον συνθέτη 6 σονάτες για διαφορετικά όργανα. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ένα χρόνο αργότερα στο Παρίσι και συνδυάζει το σαρκαστικό χιούμορ με την μελαγχολική ποιητικότητα.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος είναι αφιερωμένο στην Ισπανική Εθνική Μουσική Σχολή. Αρχίζει με το Intermezzo από τη σουίτα για πιάνο “Goyescas” (1911) του Ενρίκε Γρανάδος (1867-1916), η οποία συνιστά την κορωνίδα του πιανιστικού έργου του. Πηγή έμπνευσής του οι πίνακες του Φρανθίσκο Γκόγια, του οποίου την τέχνη θαύμαζε ο Γρανάδος, ο οποίος, εκτός από συνθέτης, ήταν και ζωγράφος. Επίσης, θα ακουστεί ένα απόσπασμα από τους «Ισπανικούς χορούς» του (“Andaluza”, έργο 37/5). Θα ακολουθήσουν δύο πιανιστικές συνθέσεις (“Cordoba” και “Tango”) του Ισαάκ Αλμπένιθ (1860-1909), γνωστού για την ιδιαίτερη αγάπη του στην ιβηρική μουσική παράδοση, την οποία ανέδειξε μέσα από τις δημιουργίες του. Το πρόγραμμα θα συνεχιστεί με το έργο “Requiebros” [«Koλακείες»] του Καταλανού Γκασπάρ Κασσαντό (1897-1966), ο οποίος είχε την τύχη ως σολίστ να είναι μαθητής του θρυλικού τσελίστα Πάμπλο Καζάλς και ως συνθέτης του Ραβέλ και του Ντε Φάγια. Στον Μανουέλ Ντε Φάγια (1876-1946) άλλωστε ανήκει και ο επίλογος της βραδιάς με τη «Λαϊκή Ισπανική Σουίτα», η οποία δημιουργήθηκε το 1926 για φωνή και πιάνο. Περιελάμβανε αρχικώς επτά τραγούδια που συνδυάζουν το φολκλορικό ιδίωμα διαφόρων περιοχών της Ισπανίας με το έντεχνο ύφος. Έξι από αυτά έχουν μεταγραφεί για πιάνο και βιολί (“El Pano Moruno” [To μαυριτανικό σεντόνι], “Asturiana”, “Jota” [χορός με καστανιέτες], “Nana” [«Νανούρισμα»], “Canciόn” [«Τραγούδι»] και “Polo”).
Για το πρόγραμμα αναλυτικά
Από τον Κλασικισμό στην Ισπανική Εθνική Μουσική Σχολή
Έργα αρχικώς γραμμένα για φωνή σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος του ρεσιτάλ του Μίσα Μάισκι στο Μέγαρο.
Το πρόγραμμα αρχίζει λοιπόν με έναν από τους εμβληματικούς εκπροσώπους του Κλασικισμού, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) και τις «Επτά Παραλλαγές για πιάνο και βιολοντσέλο σε μι ύφεση μείζονα πάνω στο ντουέτο Bei Männern welche Liebe fühlen [Οι άντρες που έρωτα νιώθουν]» από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Η μελωδία προέρχεται από το φινάλε της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης, όπου η Παμίνα και ο Παπαγκένο υμνούν τις χαρές της αγάπης.
Το σύντομο αυτό έργο θα διαδεχθούν τα Fantasiestücke [«Κομμάτια Φαντασίας»], έργο 73 του Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), ενός εκ των επιφανέστερων πρεσβευτών του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Πρόκειται για μια τριμερή σύνθεση του 1849 που είχε γραφτεί για πιάνο και κλαρινέτο αλλά ερμηνεύεται συχνά από πιάνο και τσέλο. Η σκυτάλη παραδίδεται αμέσως μετά στον Ιμπρεσιονισμό και τον Κλοντ Ντεμπισί (1862-1918). Θα ακουστεί η Σονάτα σε ρε ελάσσονα που ο Γάλλος μουσουργός συνέθεσε το καλοκαίρι του 1915, κατόπιν παραγγελίας του μουσικού εκδότη Ντιράν ο οποίος είχε ζητήσει από τον συνθέτη 6 σονάτες για διαφορετικά όργανα. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ένα χρόνο αργότερα στο Παρίσι και συνδυάζει το σαρκαστικό χιούμορ με την μελαγχολική ποιητικότητα.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος είναι αφιερωμένο στην Ισπανική Εθνική Μουσική Σχολή. Αρχίζει με το Intermezzo από τη σουίτα για πιάνο “Goyescas” (1911) του Ενρίκε Γρανάδος (1867-1916), η οποία συνιστά την κορωνίδα του πιανιστικού έργου του. Πηγή έμπνευσής του οι πίνακες του Φρανθίσκο Γκόγια, του οποίου την τέχνη θαύμαζε ο Γρανάδος, ο οποίος, εκτός από συνθέτης, ήταν και ζωγράφος. Επίσης, θα ακουστεί ένα απόσπασμα από τους «Ισπανικούς χορούς» του (“Andaluza”, έργο 37/5). Θα ακολουθήσουν δύο πιανιστικές συνθέσεις (“Cordoba” και “Tango”) του Ισαάκ Αλμπένιθ (1860-1909), γνωστού για την ιδιαίτερη αγάπη του στην ιβηρική μουσική παράδοση, την οποία ανέδειξε μέσα από τις δημιουργίες του. Το πρόγραμμα θα συνεχιστεί με το έργο “Requiebros” [«Koλακείες»] του Καταλανού Γκασπάρ Κασσαντό (1897-1966), ο οποίος είχε την τύχη ως σολίστ να είναι μαθητής του θρυλικού τσελίστα Πάμπλο Καζάλς και ως συνθέτης του Ραβέλ και του Ντε Φάγια. Στον Μανουέλ Ντε Φάγια (1876-1946) άλλωστε ανήκει και ο επίλογος της βραδιάς με τη «Λαϊκή Ισπανική Σουίτα», η οποία δημιουργήθηκε το 1926 για φωνή και πιάνο. Περιελάμβανε αρχικώς επτά τραγούδια που συνδυάζουν το φολκλορικό ιδίωμα διαφόρων περιοχών της Ισπανίας με το έντεχνο ύφος. Έξι από αυτά έχουν μεταγραφεί για πιάνο και βιολί (“El Pano Moruno” [To μαυριτανικό σεντόνι], “Asturiana”, “Jota” [χορός με καστανιέτες], “Nana” [«Νανούρισμα»], “Canciόn” [«Τραγούδι»] και “Polo”).
"Γεννήθηκα στη Λετονία, σπούδασα στη Ρωσία, μετανάστευσα στο Ισραήλ. Ζω στο Βέλγιο,η σύζυγός μου είναι Ιταλίδα,τα τέσσερα παιδιά μου γεννήθηκαν σε διαφορετικά μέρη. Παίζω με ιταλικό βιολοντσέλο, γαλλικά δοξάρια και γερμανικές χορδές.Οδηγώ γιαπωνέζικο αυτοκίνητο,φοράω ελβετικό ρολόι και ινδικό φυλαχτό στο λαιμό και αισθάνομαι πατρίδα μου κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι εκτιμούν και απολαμβάνουν την κλασική μουσική"
Διαβάστε περισσότερα
Βιογραφικά
Γεννημένος το 1948 στη Ρίγα της Λετονίας, ο Μίσα Μάισκι πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής στη γενέτειρά του. Το 1962 έγινε δεκτός στο Ωδείο του Λένινγκραντ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, βραβεύτηκε στον περίφημο Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι. Στη συνέχεια θήτευσε κοντά στον «θρύλο» του βιολοντσέλου Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και επιδίωξε να επεκτείνει την καριέρα του εκτός σοβιετικών συνόρων. Όμως, τα σχέδιά του άργησαν να ευοδωθούν. Στα 21 του συνελήφθη και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στην πόλη Γκόρκυ επί 18 μήνες, λόγω της αυτομόλησης της αδελφής του από την Ε.Σ.Σ.Δ. Ο ίδιος χρειάστηκε να περιμένει έως το 1971, για να εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση, να επαναπατριστεί ακολούθως στο Ισραήλ και να μετεγκατασταθεί εν τέλει στο Βέλγιο.
Έχοντας κερδίσει το 1973 το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Γκασπάρ Κασαντό (Φλωρεντία), έκανε το ντεμπούτο του, την ίδια χρονιά, στο Κάρνεγκι Χολ, ένα ντεμπούτο που επιβραβεύτηκε μάλιστα με ένα αναπάντεχο δώρο: ένας ανώνυμος θαυμαστής τού προσέφερε ένα βιολοντσέλο Μοντανιάνα του 18ου αιώνα, με το οποίο ο Μάισκυ παίζει μέχρι σήμερα. Το 1974, έγινε μαθητής ενός ακόμη μυθικού τσελίστα, του Γρεγκόρ Πιατιγκόρσκι. Έκτοτε, η πορεία του υπήρξε εντυπωσιακή. Οι μουσικές σκηνές όλου του κόσμου τον υποδέχθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και μετακλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ διεθνούς φήμης.
Έχει συνεργαστεί με κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας (Μπέρνσταϊν, Τζουλίνι, Μέτα, Μούτι, Μάαζελ, Λιβάιν, Ασκενάζι, Σινόπολι, Μπάρενμποϊμ κ.ά.) και με λαμπρούς σολίστ: την Μάρθα Άργκεριχ, τον Ράντου Λούπου, τον Λανγκ Λανγκ, τον Νέλσον Φρέιρε, τον Πίτερ Σέρκιν, τον Γκίντον Κρέμερ, τον Γιούρι Μπασμέτ, τον Βαντίμ Ρεπίν, τον Μαξίμ Βενγκέροφ, τον Τζούλιαν Ράχλιν κ.ά.
Εδώ και 25 χρόνια, έχει λάβει μέρος σε δεκάδες αποκλειστικές ηχογραφήσεις για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, συμπράττοντας με φημισμένα μουσικά σύνολα (Φιλαρμονικές της Βιέννης, του Βερολίνου και του Ισραήλ, Συμφωνική του Λονδίνου, κ.ά.), πολλές από τις οποίες έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις. Ο Μίσα Μάισκυ έχει αποσπάσει πέντε φορές το βραβείο “Record Academy Prize” (Ιαπωνία) και τρεις φορές το βραβείο “Echo Deutscher Schallplattenpreis” (Γερμανία). Έχει ακόμη τιμηθεί με το « Grand Prix du Disque » και το « Diapason d’Or » (Γαλλία), ενώ υπήρξε υποψήφιος και για βραβείο Grammy.
Ηχογραφήσεις έχει κάνει επίσης με την κόρη του Λίλυ (γεν. 1987), η οποία άρχισε πιάνο τεσσάρων ετών και υπήρξε μαθήτρια των Λυλ Τιέμπο, Χάγκιτ Κέρμπελ, Όλγκα Μογκιλέφσκι και Βαλέρια Στσερβάνσκι. Συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Μουσικής Περσέλ με δασκάλους την Ιλάνα Ντέιβιντς και τον Σάιμον Κόλαμ και αργότερα τον Άλαν Βάις, ενώ συμμετείχε σε σεμινάρια τελειοποίησης διάσημων σολίστ όπως οι: Μάρθα Άργκεριχ, Ντμίτρι Μπασκίροφ, Μαριέλ Λαμπέκ, κ.ά. Η νεαρή πιανίστα έχει στο ενεργητικό της συναυλίες και ρεσιτάλ στο Φεστιβάλ Βερμπιέ, το Martha Argerich Project του Λουγκάνο, το Μουσικό Φεστιβάλ του Φράιμπουργκ, τον Μουσικό Φλωρεντινό Μάιο, το Φεστιβάλ Φραντς Λιστ και αλλού. Η Λίλυ Μάισκυ τρέφει μεγάλη αγάπη για τη μουσική δωματίου κι έχει συνεργαστεί με γνωστούς σολίστ όπως, μεταξύ άλλων, ο Ρενό Καπισόν, ο Σεργκέι Κρίλοφ, η Σαντάλ Ζουιγέ, η Ντόρα Σβάρτσμπεργκ κ.ά.
Ο «μάγος» Μίσα και το τσέλο του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου