Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

"Οι δικοί μας κλασικοί - Χάρης Βρόντος "

Αναδημοσίευση απο  το Δίφωνο

Κλασική τέχνη και λόγια ελληνική δημιουργία…

Από την αρχή αυτού του θεματικού κύκλου, μιλήσαμε για τις αντιξοότητες αλλά και τη συναρπαστική πορεία της Έντεχνης Ελληνικής Μουσικής. Αναφερθήκαμε στα ρεύματα και στις τάσεις που κατά καιρούς ανέδειξαν οι αισθητικές επιταγές, αλλά και στις κοινωνικοπολιτιστικές αξίες και παραδόσεις. Παράλληλα παρουσιάσαμε αρκετούς δημιουργούς τού χθες. Γι’ αυτούς που η ιστορία της μουσικής μίλησε και μας έδωσε αδιάσειστα στοιχεία και ντοκουμέντα κρίσης.
Για το σήμερα όμως, που τα μουσικά πράγματα είναι εν τω γίγνεσθαι, είναι εφικτή άραγε η σκιαγράφηση του μουσικού παρόντος; Και επιπροσθέτως, αφού η μουσική δημιουργία είναι άρρηκτα δεμένη με την ακρόασή της, πώς είναι δυνατόν να τη γνωρίσουμε όταν τα μουσικά μας σύνολα, σχεδόν στην πλειονότητά τους, την απαξιώνουν;
 Ζητήσαμε από έναν σύγχρονο Έλληνα συνθέτη να μας εκφράσει την άποψή του, να μας μιλήσει για το έργο του και κατά πόσο αυτό είναι φιμωμένο εκ των πραγμάτων, ή όχι. Ο Χάρης Βρόντος έχει το λόγο.

Η δόξα είναι του περιέχοντος
Σήμερα δεν υπάρχουν εξωτερικά κίνητρα για να συνθέσει κανείς συμφωνίες, κοντσέρτα ή όπερες. Αν συμβαίνει να γράφονται ακόμη τέτοια έργα, είναι γιατί η ανάγκη κάποιων μουσικών να μιλήσουν για τον καιρό τους βρίσκει την ολοκλήρωσή της σε αυτές τις μορφές. Έτσι μόνο επιβιώνουν καλλιτεχνικά. Γράφω λοιπόν κι εγώ τώρα την πέμπτη όπερά μου σε λιμπρέτο δικό μου με τίτλο Υπόθεση Ζακόπουλος. Δυστυχώς, στη χώρα μας σχεδόν κανείς πια δεν παραγγέλνει στους συνθέτες έργα για ορχήστρα ή όπερες. Ούτε η ΕΡΤ ούτε η Λυρική Σκηνή ούτε οι Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης ούτε το Ελληνικό Φεστιβάλ ούτε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που αρκείται σε ελάχιστες παραγγελίες για σύνολα μουσικής δωματίου.

Είμαι πενήντα εννιά χρόνων και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχει παίξει έργα μου μόνο δύο φορές. Πριν τρία και πριν είκοσι τρία χρόνια. Οι προηγούμενες γενιές συνθετών, μέχρι και τη δεκαετία του 1960, ήσαν πιο τυχερές, γιατί μπορούσαν να ακούσουν όσο ζούσαν έξι ή οκτώ συμφωνικά έργα τους. Ίσως όχι όλοι, αλλά πάντως αρκετοί. Όμως δεν εντοπίζεται μόνο εδώ η υποτροπή. Παλιότερα γινόντουσαν συζητήσεις. Υπήρχαν καμιά δεκαριά κριτικοί μουσικής και μία χιλιάδα σταθερών, μορφωμένων ακροατών. Οι πρώτες παρουσιάσεις δεν περνάγανε ασχολίαστες. Θα πει βεβαίως κάποιος ότι οι αριθμοί αυτοί δεν είναι εντυπωσιακοί. Αλλά, αν τους συγκρίνουμε με τη σημερινή πραγματικότητα, μιας Αθήνας με τριπλάσιο πληθυσμό, που έχει μόνο πέντε κριτικούς μουσικής και πεντακόσιους περίπου ακροατές σε κάθε συμφωνική συναυλία, τι συμπέρασμα βγαίνει;

Τι ακούνε όλοι αυτοί;

Στο μεταξύ έχουν αποφοιτήσει αρκετές εκατοντάδες μορφωμένοι νέοι από τα τρία μουσικά τμήματα των πανεπιστημίων μας, έχουν φτιαχτεί δύο μέγαρα μουσικής, αρκετά μουσικά λύκεια και πολλά δημοτικά ωδεία. Τι ακούνε λοιπόν και τι συζητάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πάντως εμάς δεν μας ακούνε. Οι δισκογραφικές εταιρείες ζητάνε πια χρήματα για να τυπώσουν έργα μας και υπάρχουν μόνο μία-δύο εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα που μεταδίδουν κάποια από αυτά. Οι ετήσιες απολαβές μου από τα δικαιώματα μετάδοσης της μουσικής μου κυμαίνονται μεταξύ των 20 και 50 ευρώ. Η ΕΡΤ εξακολουθεί να μην πληρώνει τηλεοπτικά δικαιώματα και, όταν το κάνει, καταλήγει σε συμψηφισμούς με την ΑΕΠΙ, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα ραδιοφωνικά δικαιώματα.
Το ζήτημα λοιπόν είναι να αντέξεις μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσεις μια καινούργια κοινωνική ασθένεια: την υπερπληροφόρηση. Αυτή η τελευταία κατίσχυσε με την επικράτηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι περισσότεροι νομίζουν πλέον ότι, αφού είναι δικτυωμένοι, είναι και επαρκείς κριτές. Όμως, όταν δεν έχεις χρόνο να διαβάσεις, να ακούσεις, να δεις και να σκεφθείς, κανένα έργο τέχνης δεν μπορεί να σου πει τίποτα. Γι’ αυτό και η πραγματική τέχνη αφομοιώνεται από λίγους. Οι περισσότεροι ζουν ένα διαρκές δήθεν. Παραμένουν αναγκαστικά στην πλανερή επιφάνεια, καθοριζόμενοι από την κατευθυνόμενη διαφήμιση και τη διαμεσολάβηση. Έτσι όμως, και το καλό έργο μένει στο περιθώριο. Ίσως το ίντερνετ του δώσει τις προσβάσεις που σήμερα δεν έχει. Αλλά για να ψάξει κανείς το όνομα Βρόντος στο ίντερνετ πρέπει να γνωρίζει από κάπου αυτό το όνομα. Από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή τις συναυλίες. Ο Ντέιβιντ Μπάουι, που κυκλοφόρησε την τελευταία δουλειά του μόνο στο ίντερνετ, είναι διάσημος. Δεν διακινδύνευσε. Αντιθέτως κέρδισε παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες.

Φθόνος και απαξίωση

Υπάρχουν όμως, εκτός από τα παραπάνω και άλλα προβλήματα, που οι ίδιοι οι συνθέτες αποφεύγουμε να θίξουμε. Ας μιλήσουμε λοιπόν για την έχθρα που αναπαράγει το ίδιο το σινάφι μας. Πολλοί μουσικοί, μαέστροι και παράγοντες του χώρου μάς αντιμετωπίζουν αρνητικά. Όπως και την εποχή που ζούσε ο Σκαλκώτας, ο φθόνος και η μνησικακία περισσεύουν. Έχω κι εγώ αντέξει πολλά χτυπήματα κατά καιρούς. Θυμάμαι τον μακαρίτη Αλέξανδρο Συμεωνίδη. Ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, όταν του πρότεινα να παιχτεί η Πρώτη συμφωνία μου. Φαντάζεστε τι μου απάντησε; «Γιατί να παίξω Βρόντο, αφού μπορώ να παίξω Μπετόβεν;» Βεβαίως είχε παραλείψει να ρωτήσει τον Μπετόβεν αν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Ο Συμεωνίδης και άλλοι μαέστροι πρόλαβαν να σνομπάρουν τις πρώτες μας συνθέσεις παρότι αμείβονταν γι’ αυτή τη δουλειά. Έχουν περάσει 27 χρόνια και η Πρώτη συμφωνία μου δεν έχει παιχθεί ποτέ στην Ελλάδα.
Όλοι σχεδόν οι δίσκοι με έργα Ελλήνων συνθετών περιέχουν ερμηνείες βαλκανικών ή ρωσικών ορχηστρών. Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι και, τώρα τελευταία, Σκανδιναυοί και Άγγλοι ηχογραφούν τα έργα μας. Όχι όμως Έλληνες. Οι ορχήστρες μας, βλέπετε, περνιούνται για τη Φιλαρμονική του Βερολίνου ή της Νέας Υόρκης και δεν ασχολούνται με τις αφεντιές μας. Οι εκάστοτε διευθυντές τους, αντί να οδηγήσουν αυτά τα μέτρια σύνολα σε μια σωστή στάση απέναντί μας, καλλιεργούν ένα κλίμα απαξίωσής μας, όπως έκανε ο μακαρίτης Συμεωνίδης, που προανέφερα.
Όταν ανεβάστηκε στη Λυρική Σκηνή το 2001 η όπερά μου Οι δαιμονισμένοι, ένας μουσικός της ορχήστρας είπε σε φίλο μου συνθέτη: «Τώρα, με το έργο του Βρόντου, καθαρίσαμε για δεκαπέντε χρόνια με την ελληνική όπερα». Δεν είναι υπέροχο αυτό; Σκεφτείτε πως μας βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί άραγε; Όσοι με ξέρουν μου συνιστούν να μη μιλάω όπως μιλάω. Μου λένε να ασκώ διπλωματία. Αλλά δεν είναι του χαρακτήρα μου κάτι τέτοιο. Πριν σαράντα χρόνια κάποιοι αγωνίστηκαν ενάντια στη δικτατορία και τη λογοκρισία. Σήμερα θα υποκύψουμε στην αυτολογοκρισία;
Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος, με όποιο κόστος, με όποιες συνέπειες, γιατί έτσι θα κερδίσει τον δικό του εσωτερικό χρόνο, την προσωπική του φωνή: τις σταγόνες που σταλάζουν εντός του και τις ακούει μόνον αυτός. Τις σταγόνες που με τα χρόνια γεμίζουν τη δική του στέρνα. Σήμερα μπορούμε να περιμένουμε. Δεν έχουμε λόγους να εκβιάζουμε τη δουλειά μας. Ο Μπαχ έπρεπε να γράφει για κάθε Κυριακή ένα καινούργιο έργο. Ο Παλεστρίνα το ίδιο. Ο Χάιντν δούλεψε όλη σχεδόν τη ζωή του ως υπάλληλος των Εστερχάζι. Στον 20ό αιώνα ο Στραβίνσκι κλείνει τον κύκλο των συνθετών που τους πίεζαν οι παραγγελίες, για να φτάσουμε σήμερα σε μας, εδώ στον τόπο μας, όπου, κατά μέσον όρο, παίρνουμε μία παραγγελία κάθε πέντε χρόνια, και όχι βέβαια για όπερα ή συμφωνικό έργο.

Όλα για την εικόνα;

Ο Μαρξ είχε δίκιο όταν έγραφε ότι η οικονομική και κοινωνική βάση προσδιορίζει το εποικοδόμημα. Αυτό ισχύει για την πορεία όλων των τεχνών, εκτός ίσως της ποιήσεως. Για τη μουσική είναι νόμος. Καβάφης στην Αίγυπτο υπήρξε, αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει Σένμπεργκ. Και ο Σκαλκώτας δέχτηκε τα σημαντικά ερεθίσματα στο Βερολίνο του μεσοπολέμου και όχι εδώ. Αλλά και οι διαδρομές της ποιητικής γλώσσας δεν είναι ίδιες με τις διαδρομές της μουσικής γλώσσας. Οι λέξεις ονοματίζουν. Οι νότες οδηγούν στην αφαίρεση. Οι λέξεις έχουν καταγωγή. Οι νότες όχι, εκτός αν συντεθούν. Με τη γλώσσα συναλλασσόμαστε. Όσο κι αν γίνει ποιητική, κρατάει τις ρίζες του γένους της. Στη μουσική δεν συμβαίνει αυτό. Φτιάχνεις τα πάντα από το μηδέν ή σχεδόν από το μηδέν, όταν συμβαίνει να χρησιμοποιείς ένα κείμενο, ποιητικό ή άλλο, ως αφετηρία ή και συμπλήρωση ενός μουσικού έργου, όπως γίνεται στο τραγούδι, στην καντάτα, στο ορατόριο και στην όπερα.

Σήμερα η μουσική έκφραση είναι πολύπλοκη, θολή και ρευστή. Επικρατεί παντού πολυγλωσσία σε όλα τα ήδη της μουσικής. Με λίγα λόγια υπάρχει μία Βαβέλ. Αλλά βέβαια, στα πλανητικά σούπερ μάρκετ κυριαρχεί η ελαφρά μουσική. Την άλλη μπορεί να τη βρεις σε μικρά μπακάλικα, που επιβιώνουν τυχαίως και για λίγο. Ο δικός μας αυτάρκης ζωτικός χώρος, κάτι αυτονόητο μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, τώρα δεν υπάρχει: ζητιανεύουμε και παρακαλάμε, αλλά σε ποια ψυχολογική κατάσταση μας οδηγεί αυτή η στάση;

Εδώ μόνο προσωπική απάντηση χωρεί: Η ζωή είναι μία και μικρή. Πρέπει να ξεχάσουμε τις παλιές δόξες και το λαμπρό παρελθόν. Όπως έγραψε και ο ποιητής Τάκης Παυλοστάθης : Η δόξα είναι των πραγμάτων/ Ηλίου Μέλαθρον Παρθενών Μέγαρο Φίλων της Μουσικής/ το χρυσόμαλλο Δέρας Λαμποργκίνι Πόρσε…/ δόξα είναι του περιέχοντος. / Το περιεχόμενο είναι κάτι πολύ λίγο./ Είναι ένας ασθενής που αδυνατίζει/ πάνω στο πολύ σύγχρονο και λειτουργικό/ κρεβάτι του…

Σήμερα, για τους συνθέτες δεν υπάρχουν Εστερχάζι, Λόμπκοβιτς, Μέδικοι, Γκονζάνγκα και Λουδοβίκοι. Ετούτοι οι επώνυμοι ξεχώριζαν τους καλούς τεχνίτες. Οι σημερινές όμως απρόσωπες ανώνυμες εταιρείες δεν μπορούν να το κάνουν. Μας καταλαβαίνουν δέκα άνθρωποι εδώ και δέκα άνθρωποι εκεί. Είναι σοφό λοιπόν να εμπιστευθείς τις αξίες σου. Παλεύει όσο μπορεί κανείς, παίρνοντας κουράγιο από τους δημιουργούς που εκτιμάει και από τους ανθρώπους που αγαπάει. Εδώ στη Ελλάδα (θα μιλήσω για συνθέτες που έχουν φύγει) δούλεψαν τρεις μουσικοί που με επηρέασαν: ο Σκαλκώτας, ο Χρήστου και ο Σισιλιάνος. Είχαν και αυτοί τα δικά τους πρότυπα. Τον Ντεμπισί, τον Γιάνατσεκ, τον Σένμπεργκ, τον Μπεργκ ή τον Μπάρτοκ. Να λοιπόν μια μουσική σκυταλοδρομία που καταλήγει σε μας, που γράφουμε ακόμα.

Άλλοι ακολουθούν άλλους δρόμους. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η απομάκρυνση από την παράδοση, ακόμα και από τον Στραβίνσκι, έγινε μονομανία. Κανένας δεν ήθελε να μοιάζει με κανέναν. Η συζήτηση για τη μουσική μετατοπίστηκε από τη μουσική στην αισθητική της μουσικής. Το ίδιο έγινε και στη ζωγραφική, ως ένα σημείο μάλιστα και στη λογοτεχνία, ώσπου η Εικόνα με μια βάρβαρη κλοτσιά κυριάρχησε στο γήπεδο και μας έστειλε, όλους ανεξαιρέτως, στον πάγκο. Η ελαφρά μουσική, που συνδέθηκε εξαρχής με την Εικόνα, επικράτησε παντού, ως θέαμα πλέον, και το μέλλον της μουσικής, για το οποίο διαφωνούσαν τα στρατόπεδα του Σένμπεργκ και του Στραβίνσκι προπολεμικά, απασχολεί σήμερα ελάχιστους και παραμένει μετά από τόσες δεκαετίες (και ποιος ξέρει πόσες άλλες) άδηλο, σκοτεινό και απρόβλεπτο.

Βιογραφικό

Ο Χάρης Βρόντος δεν είναι μόνο ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής αλλά και ένας ανήσυχος και ευαίσθητος πολίτης αυτής της χώρας. Ως συνθέτης μέσα στο έργο του εκφράζει με σύμβολα, αλληγορίες αλλά συχνά και με ρεαλισμό την εποχή του. Ως συγγραφέας αναλύει, σχολιάζει και συχνά κριτικάρει με τον πλέον άμεσο τρόπο τα πρόσωπα, τα γεγονότα και συχνά και τους θεσμούς… Υπερασπίζεται την ελευθερία της καλλιτεχνικής δηµιουργίας, της πολιτικής δράσης και της κοινωνικής συµπεριφοράς. Κράτησε τη στήλη κριτικής και σχολιογραφίας της μουσικής στον Ριζοσπάστη (1974-76) και στα περιοδικά Μουσική, Το Δέντρο, Κριτική και Κείμενα. Έχει συνθέσει δύο συμφωνίες, άλλα συμφωνικά έργα, ένα κοντσέρτο για βιόλα, βιολοντσέλο και ορχήστρα, την τρίπρακτη όπερα Οι δαιμονισμένοι (λιμπρέτο Αλ. Αδαμόπουλου, πάνω στο ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι), τη σκηνική καντάτα Ιουλιανός ο Παραβάτης, έργα για φωνή και συμφωνική ορχήστρα, για φωνή και ορχήστρα δωματίου (σε ποίηση Πάουντ, Έλιοτ, Βαλερί, Καβάφη και νεότερων ποιητών όπως Λάσκαρη, Παυλοστάθη, Πατίλη, Μαυρουδή, Βλαβιανού), μουσική δωματίου, μουσική για τρία μπαλέτα, για το θέατρο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Έχει εκδώσει τα βιβλία Diabolus in musica, Χαμηλή γη, με δοκίμια και κείμενα για τη μουσική, Μετρονόμος για μικρές και μεγάλες αρρυθμίες. Έχει πραγματοποιήσει προσωπικές συναυλίες, ενώ μέρος της μουσικής του κυκλοφορεί σε δίσκους. Έχει διατελέσει (από το 1982) παραγωγός εκπομπών στην ελληνική ραδιοφωνία. Πρόσφατα επιμελήθηκε τον τόμο Νίκος Σκαλκώτας, Ένας Έλληνας Ευρωπαίος. Για το σκοπό αυτό απευθύνθηκε στους καλύτερους μελετητές του έργου και της ζωής του, Έλληνες και ξένους. Έτσι προέκυψε αυτός ο τόμος, η πιο σημαντική κατάθεση για τον Σκαλκώτα μέχρι σήμερα.




Βρόντος Χάρης  Από Musipedia

(Βυτίνα 1951): εξαιρετικά αξιόλογος σύγχρονος συνθέτης και μουσικογράφος· από τους καλλιτέχνες που πραγματικά προβληματίζονται για τα πολύπλοκα ερωτηματικά που θέτει η σύγχρονη σύνθεση. Το 1963 γράφτηκε στο Ελληνικό Ωδείο Λευκάδας (κιθάρα). Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στην Αθήνα και έκανε θεωρητικά με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου (1979-81). Επίσης παρακολούθησε μαθήματα ηλεκτρ.μουσικής με τον Γκύντερ Μπέκερ. Έχει γράψει έργα για μεγάλη ορχήστρα, για το Λυρικό Θέατρο, έργαμουσικής δωματίου, έργα για σολίστ,μουσική για Εκθέσεις ζωγραφικής (το πρώτο του έργο γράφτηκε το 1969 για την Έκθεση ζωγραφικής του Δημ. Γέρου), για το Θέατρο, τον Κινηματογράφο και την Τηλεόραση. Έχει επίσης ασχοληθεί με τη μουσικογραφία, δημοσιεύοντας δοκίμια, αλλά και "πολεμικές" (πολλές φορές με σκληρότατη γλώσσα) για τα τρωτά της Ελληνικής Μουσικής. Εξέδωσε (στις Εκδόσεις Gutenberg, στις οποίες ήταν υπεύθυνος του μουσικού Τμήματος από το 1981 ώς το 1990) τα βιβλία "Diabolus in musica" (1983) και "Χαμηλή Γη" (1995) Διετέλεσε μουσικοκριτικός στον "Ριζοσπάστη" (1974-76), το "Δέντρο" (1979-83), τη "Μουσική" (1979-81) και την "Κριτική και Κείμενα" (1984). Υπήρξε συνεκδότης των περιοδικών "Νήσος" και "Κριτική και Κείμενα". Παράλληλα, είναι από το 1982 παραγωγός διαφόρων επιτυχημένων μουσικών προγραμμάτων στην Ελλ. Ραδιοφωνία (όπως: "Δρόμοι παράλληλοι", "Η Μουσική της Ποίησης", "Το πορτραίτο μιας Ορχήστρας", "Συνομιλίες για 2", "Ανθολογία κλασικήςμουσικής", "Οδοιπορικό στην Αμερική", "Ημουσική του Έρωτα",κ.λπ.). Είναι μέλος της ΕΕΜ (έχοντας διατελέσει κατά καιρούς και μέλος του ΔΣ της). Το έργο του "Μαύρη Μουσική" (σε ποίηση Έ. Πάουντ, για μεσόφωνο και μεγάλη ορχ., 1985) κυκλοφορεί σε δίσκο (μαζί με την "1η Συμφωνία" του και υπό τα στοιχεία: ΕΛΛΔΙΣΚΟ 91015, 1986), η δε "2η Συμφωνία" του (που γράφτηκε το 1985-86 και πρωτοπαίχτηκε στις 17.4.1989 από την ΚΟΑ με διευθυντή τον Κάρολο Τρικολίδη, στο Α' Φεστιβάλ Μουσικής Βαλκανικών Χωρών) προξένησε ισχυρές εντυπώσεις για την αμεσότητα της υπερμοντέρνας γλώσσας που μεταχειρίζεται και την εναλλαγή των διαθέσεων που μ' αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει. Το 1989 επισκέφθηκε τις ΗΠΑ ως προσκεκλημένος της αμερικανικής κυβέρνησης. Άλλα έργα του: ο "Πρόλογος" (ηλεκτρ,μουσική, 1974), η "Σπουδή για εγχ." (1974), το "Τετράδιο" (για ορχ. δωματίου, 1976), το "Περιμένοντας τους βαρβάρους" (από τον Καβάφη, για μεσόφωνο, βαρύτονο, 2 παιδικές φωνές, ορχήστρα δωματίου, προβολές, μαγνητοταινία και σκηνική δράση, 1976), ο "Μονόλογος Ι" (για τουμπα και μαγνητοταινία, 1977), ο "Μονόλογος ΙΙ" (για σόλο κόρνο, 1978), η "Θηραϊκή γη" (γιατσέλο καιπιάνο, 1981), το "Άλμπουμ" (για τούμπα, 1981), η "Συμφωνική σπουδή" (γιαόμποε, τούμπα καιπιάνο, 1983), το "Δεν γυρίζουν" (για φλάουτο και κρουστά, 1983), η "Γουώλ Στρητ" (από τον Πάουντ, για μεσόφωνο και ορχ. δωματίου, 1984), η 3πρακτη εξπρεσιονιστική όπερα "Οι δαιμονισμένοι" (από τον Ντοστογιέφσκυ, σε λιμπρέτο Αλ. Αδαμόπουλου, 1986-91), το "Serenity" (από τα "4 κουαρτέτα" του Έλιοτ, για υψίφωνο, φλάουτο,όμποε, κόρνο,τσέλο και άρπα, 1992), το "Δυτικά" (για μεγάλη ορχ., 1992), η "Σερενάτα" (για κλαρινέτο και κουαρτέτο εγχ.,1993), η "Μαρίνα" (μονόδραμα από το ομώνυμο ποίημα του Έλιοτ σε μετάφραση Σεφέρη, για υψίφωνο και ορχ., 1993. Το έργο ήταν παραγγελία του ΜΜΑ και πρωτοπαίχτηκε στις 10.4.1994), το χορευτικό "Το πηγάδι της αυγής" (για φωνή, φλάουτο, κλαρινέτο καιπιάνο, 1993), οι "2 Σουίτες" (για σόλοτσέλο, 1994),κ.λπ. Έχει επίσης συνθέσει και ορισμένα τραγούδια σε ποίηση Καβάφη: "2 Τραγούδια" (για μεσόφωνο, τούμπα ήτσέλο καιπιάνο, 1976), "5 Τραγούδια" (για φωνή και Σύνολο δωματίου, 1978), "Ένα Τραγούδι" (για υψίφωνο καιπιάνο, 1979-80), "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" (για σοπράνο και 4 όργανα). Άλλα έργα του: "Τρίο" (βιολί,τσέλο,πιάνο), "Συναυλία" (για σοπράνο και ορχ. δωματίου),κ.λπ. Συνολικά κυκλοφορούν 3 LP δίσκοι με έργα του` επίσης μια κασέτα της περιοδικής έκδοσης "Νήσος" περιέχει έργο του. (Για περισσότερες πληροφορίες, δες σχετικά άρθρα στο "Βήμα"-3/4/1994 και στους "Νέους Αγώνες Ηπείρου"-10/5/1994).

Πηγές: Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: