ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ(αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη)
Λαμπρή πρεμιέρα για τη «Θαΐδα» στο Μέγαρο
ΙΣΜΑΜ ΤΟΥΛΑΤΟΥ((Τρίτη 10 Μαρτίου "Το Βήμα"Μία λέξη μόνο μπορεί να αποδώσει τη γενικότερη εντύπωση όσων συνέρρευσαν στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη το περασμένο Σάββατο βράδυ για να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της «Θαΐδος»: ενθουσιασμός. Θερμά χειροκροτήματα και ιαχές επιδοκιμασίας για το σύνολο των συντελεστών, αλλά και εγκωμιαστικά σχόλια σε πηγαδάκια που διαρκούσαν αρκετή ώρα μετά την έξοδο από το Μέγαρο, «σφράγισαν» τη μεγάλη επιτυχία της βραδιάς. Επρόκειτο σαφώς για αντιδράσεις δικαιολογημένες, αφού το νέο ανέβασμα της αριστουργηματικής όπερας του Μασνέ επιβεβαίωσε και με το παραπάνω όλους όσοι το προηγούμενο διάστημα έκαναν λόγο για μια πραγματικά μεγάλη παραγωγή. Οπερα όχι ιδιαιτέρως γνωστή στη χώρα μας η τρίπρακτη «Θαΐς» - η οποία έκανε πρεμιέρα το 1894 στην Οpera Garnier του Παρισιού βασισμένη σε λιμπρέτο του Λουί Γκαλέ, το οποίο με τη σειρά του στηρίχθηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς - ζωντάνεψε σε μια θεαματική και ταυτόχρονα ισορροπημένη παράσταση, δομημένη με άποψη, ευαισθησία και, φυσικά, απόλυτο σεβασμό στη μουσική του Μασνέ. Η σύγκρουση θρησκευτικού ζήλου και ερωτικού πάθους που βρίσκεται στην «καρδιά» της εν λόγω όπερας ενέπνευσε στον συνθέτη μερικές από τις γοητευτικότερες μελωδίες του. Ανάμεσά τους και τον θρυλικό «Στοχασμό»(Μeditation), που εν προκειμένω ενέπνευσε στον χορογράφο Τζιάνι Σαντούτσι ένα λεπταίσθητο σόλο το οποίο ερμήνευσε επί σκηνής η νεαρή Τζούλια Κοντουλμάρι.
Με την αποφασιστική συμβολή των εντυπωσιακών σκηνικών του Νίκου Πετρόπουλου, των θαυμάσιων κοστουμιών της Ιταλίδας Κάρλα Ρικότι και των φωτισμών του Βινίτσιο Κέλι, η ιδέα του γάλλου σκηνοθέτη Αρνό Μπερνάρ να μεταφέρει την εξέλιξη του έργου από την πρωτοχριστιανική Αίγυπτο του 4ου αιώνα, όπου το τοποθετεί ο λιμπρετίστας, στη δεκαετία του 1920, παρουσιάζοντας τη Θαΐδα ως λαμπερή πρωταγωνίστρια του βωβού κινηματογράφου, αποδείχθηκε λειτουργικότατη. Εξίσου αποφασιστική η συμμετοχή της Ορχήστρας των Χρωμάτων, η οποία υπό την έμπειρη μπαγκέτα του βετεράνου Μισέλ Πλασόν - ενός αρχιμουσικού ο οποίος θεωρείται αυθεντία στη διεύθυνση της γαλλικής όπεραςχάρισε ένα ακόμη «συν» στην παραγωγή. Δύο αντίστροφες μεταμορφώσεις πραγματεύεται η «Θαΐς». Στον απαιτητικότατο ρόλο της εταίρας/ηθοποιού η οποία εγκαταλείπει τον κόσμο της χλιδής και της ηδονής προκειμένου να αφιερωθεί στην αναζήτηση του Θεού για να πεθάνει στο τέλος εξαϋλωμένη και ευτυχής, η ιδιαιτέρως αγαπητή στη χώρα μας υψίφωνος Μαρλίς Πέτερσεν πρόσθεσε στο ενεργητικό της μία ακόμη μεγάλη επιτυχία επί ελληνικού εδάφους συνδυάζοντας φωνή και εκθαμβωτική σκηνική παρουσία.
Απολύτως αντάξιος των αυξημένων ερμηνευτικών προσόντων που απαιτούνται και από τον παρτενέρ της ηρωίδας αποδείχθηκε και ο Αντονι Μάικλς Μουρ: στον ρόλο του κοινοβιακού μοναχού Αθαναήλ ο οποίος προσπαθεί να σώσει τη Θαΐδα από την αμαρτία, συνειδητοποιώντας ωστόσο τον γήινο πόθο που αισθάνεται για τη (μεταμορφωμένη σε μοναχή) εταίρα, ο διακεκριμένος βαρύτονος έπλασε έναν ενδιαφέροντα και πολυδιάστατο χαρακτήρα. Δίπλα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, στην παράσταση συμμετείχαν- κατακτώντας το δικό τους μερίδιο επιτυχίας-
καταξιωμένοι έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες και η Χορωδία της ΕΡΤ.
Η δεύτερη παράσταση δόθηκε επίσης με μεγάλη επιτυχία την περασμένη Κυριακή με πρωταγωνιστές την Ελίζαμπεθ Φουτράλ και τον Τζορτζ Μόουζλι, ενώ οι επόμενες θα δοθούν σήμερα, αύριο, στις 13, 14 και 15 Μαρτίου.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο Μασνέ έγραψε την Θαίδα για τη ντίβα της εποχής, την Αμερικανίδα σοπράνο Σύμπιλ Σάντερσον και την παρουσίασε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1894, στην Όπερα Γκαρνιέ, στο Παρίσι. Η μούσα του συνθέτη διέθετε φωνή που μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτόν τον εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό ρόλο για αυτό και η όπερα αυτή αναδεικνύει τη λυρική της αξία όταν ερμηνεύεται από ξεχωριστές σοπράνο. Στην αμερικανική της πρεμιέρα, το 1907, ο ρόλος ανατέθηκε στην περίφημη λυρική τραγουδίστρια. Μαίρη Γκάρντεν και για πολλά χρόνια ήταν ταυτισμένος μαζί της.
Η ιστορία της όπερας βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ανατόλ Φρανς. Όταν ο Λουί Γκαλέ αποφάσισε να γράψει το λιμπρέτο από την πρόζα του Φρανς επιχείρησε κάτι που δεν είχε προηγούμενο και το ονόμασε poesie melique, ένα είδος ρυθμικής πρόζας ή ποίησης χωρίς μέτρο και ρυθμό, που ταίριαζε ευχάριστα με τις μουσικές φράσεις του Μασνέ. Την εποχή εκείνη δεν ακολούθησε κανείς το πείραμά του, αλλά αργότερα στον 20ο αιώνα οι λιμπρετίστες δοκίμασαν παρόμοιες ιδέες, με επιτυχία.Η Θαίς, εγκαταλείπει μια ζωή χλιδής και ηδονής για να αφιερωθεί στην αναζήτηση του Θεού και του υψηλού νοήματος της ζωής. Πεθαίνει κι αυτή -όπως οφείλει κάθε ρομαντική ηρωίδα- αλλά εξαϋλωμένη και ευτυχής με τους αγγέλους να την υποδέχονται στην πύλη του Παραδείσου. Ο βαρύτονος παρτενέρ της Θαίδας, πρέπει κι αυτός να είναι εξίσου ξεχωριστός ερμηνευτής και ως τραγουδιστής, αλλά και ως ηθοποιός. Ο Αθαναήλ είναι ένας κοινοβιακός μοναχός που θα προσπαθήσει να σώσει την εταίρα από την αμαρτία, να τη μυήσει σε μια αγάπη απελευθερωμένη από τις γήινες επιθυμίες και να την οδηγήσει προς την αιώνια ζωή και ευδαιμονία. Η Θαίς τον εμπιστεύεται και τον ακολουθεί, ο μοναχός γίνεται ο φύλακας άγγελός της που την οδηγεί έξω από το χάος και στην πορεία προς το μοναστήρι, μέσα από την καθαρτική έρημο, μεταμορφώνεται σε μια αθώα κορασίδα με ζηλωτική πίστη. Εκείνη βρίσκει το Θεό και ο Αθαναήλ συνειδητοποιεί το γήινο πόθο του για την εταίρα που μεταμόρφωσε σε μοναχή
Ο Ζυλ Μασνέ (1842-1912) καθιερώθηκε αρχικά με τα ορατόριά του, μέχρι το 1881 που παρουσίασε την πρώτη του όπερα, την Ηρωδιάδα και το 1884 την Μανόν, που έγινε μεγάλη επιτυχία. Υιοθέτησε τα μοτίβα του Βάγκνερ, αλλά τα μετέφρασε στο μελωδικό και ευχάριστο ύφος του. Εγκαταλείφθηκε για πολλά χρόνια και οι περισσότερες από τις 30 όπερές του εξαφανίστηκαν από το ρεπερτόριο μετά το θάνατό του το 1912. Η Θαίς αντιμετωπίζεται ως μια εκκεντρικότητα στο πνεύμα του Fin de Siecle με τα φαντασμαγορικά ανατολίτικα σκηνικά της και καρυκευμένη με μια ελαφρά δόση σκανδάλου. Αργότερα και όσο προχωράει ο 20ος αιώνας, ο Μασνέ αποκαθίσταται και εκθειάζεται για την κομψότητά του, την θεατρικότητά του και την κατανόηση των ανθρώπινων παθών.
Σκηνικά: Νίκος Πετρόπουλος
Σκηνοθεσία: Αρνώ Μπερνάρ
Κοστούμια: Κάρλα Ρικότι
Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
Το πόντιουμ της Ορχήστρας των Χρωμάτων μοιράζονται ο Μισέλ Πλασόν και ο μόνιμος αρχιμουσικός της Μίλτος Λογιάδης. Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΡΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου