Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Μουσική και μικρές ηλικίες: Τέσσερα δημοφιλή μουσικοπαιδαγωγικά συστήματα για παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας.

Aναδημοσίευση από από classicalmusic.gr
Εδώ και μερικές δεκαετίες στον χώρο της ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους διάφορα μουσικοπαιδαγωγικά συστήματα, που έχουν σαν στόχο να φέρουν τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας σε μια πρώτη επαφή με την τέχνη της μουσικής. Οι ραγδαίες εξελίξεις στον χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης τον 20ο αιώνα- ο οποίος έχει ονομαστεί και “αιώνας της παιδικής ηλικίας”- είχαν στρέψει το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων επιστημόνων από τον χώρο της εκπαίδευσης, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και άλλων συναφών κλάδων των ανθρωπιστικών επιστημών στη μελέτη του παιδιού. Ένα ενδιαφέρον που δεν άργησαν να συμμεριστούν ακόμη και οι συνθέτες της κλασικής μουσικής, οι οποίοι υπήρξαν θεμελιωτές των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συστημάτων που έκαναν την εμφάνισή τους στο β΄ μισό του 20ου αιώνα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που εκείνη την περίοδο αναγνωρίζεται ο παιδαγωγικός ρόλος της μουσικής- ο οποίος συνίσταται όχι μόνο στην ευεργετική της επίδραση στη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη των μικρών παιδιών, αλλά και στη δύναμή της να φέρνει κοντά τους ανθρώπους, μέσα από την κοινή τους συμμετοχή σε ένα πολιτισμικό γεγονός, όπως είναι το να παίζουν μουσική μαζί με άλλους ή να παρακολουθούν  μία συναυλία.
Στα μουσικοπαιδαγωγικά συστήματα που παρουσιάζονται παρακάτω ο μικρός μαθητής συμμετέχει ενεργά ως μέλος μιας ομάδας και αλληλεπιδρά με τους συνομηλίκους του μέσα από τους ρόλους του “ακροατή” και του “μουσικού εκτελεστή”. Γνωρίζει τη μουσική χρησιμοποιώντας τα πιο προσιτά “μουσικά όργανα” που διαθέτει· την κίνηση, το σώμα και τη φωνή του. Για να κατανοήσει τις βασικές μουσικές έννοιες  τις βιώνει πολλές φορές εμπειρικά και μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, πριν τις μάθει στη θεωρία. Η αυτενέργεια, η σύνδεση των καθημερινών εμπειριών του με τις διαδικασίες και τα αντικείμενα της μάθησης, το παιχνίδι, ο ρόλος των γονέων και των άλλων ενηλίκων στη μαθησιακή διαδικασία, όπως και η αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους του θεωρούνται σημαντικά εργαλεία μάθησης και ανάπτυξης του παιδιού και συμβάλουν θετικά στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του. Ο “μικρός μουσικός” μαθαίνει, έτσι, να ακούει και να κάνει μουσική, διευκολύνεται σημαντικά στα επόμενα στάδια της μουσικής του εκπαίδευσης, αλλά και στην κοινωνικοποίησή του- αφού ταυτόχρονα κατακτά απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες.

 Μέθοδος  Dalcroze


Emile Jaques  Dalcroze
Emile Jaques DalcrozeΑυτή η μέθοδος δημιουργήθηκε από τον Ελβετό συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Emile-Jaques-Dalcroze (1865-1950), ο οποίος στόχευε στη διδασκαλία της μουσικής μέσα από την κίνηση. Ο Dalcroze, ως καθηγητής αρμονίας στο Ωδείο της Γενεύης, συνειδητοποίησε τη σημασία της καλλιέργειας του αυτιού από μικρή ηλικία και παρατήρησε ότι με την εμπλοκή των μεγάλων μυών στην κίνηση, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα απόθεμα μυϊκής γνώσης και μνήμης, το οποίο συμβάλει στην προσέγγιση και κατανόηση των μουσικών εννοιών. Ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι η λύση κάθε προβλήματος που αντιμετωπίζει ένας μουσικός, βρίσκεται στο να εκπαιδευτεί στον έλεγχο της συστολής και της χαλάρωσης των μυών του. Στη μέθοδό του κάθε μουσική έννοια γίνεται βίωμα μέσω της κίνησης. Για παράδειγμα, το “staccato” μπορεί να αποδοθεί με ένα τίναγμα των χεριών, η χρονική αξία του τετάρτου με περπάτημα στον χώρο, οι δυνατοί ήχοι με δυναμικές κινήσεις, κ.τ.λ.
O Dalcroze θεωρείτο “πατέρας της ρυθμικής” και συχνά η μέθοδός του συναντάται με την ονομασία “Ρυθμική Dalcroze” ή “Eurhythmics”. Είχε μελετήσει σε βάθος το φαινόμενο του ρυθμού καταλήγοντας σε κάποιες βασικές αρχές, πάνω στις οποίες επινόησε έναν μεγάλο αριθμό ασκήσεων που αφορούσαν το τραγούδι και το σολφέζ, το εσωτερικό άκουσμα, τον αυτοσχεδιασμό και τον ρυθμό. Οι δραστηριότητες της μεθόδου του έχουν τη μορφή μουσικοκινητικών παιχνιδιών και στοχεύουν στη γνωριμία με τον χώρο και το σώμα, στον συντονισμό και την ανεξαρτησία των κινήσεων, στην ανάπτυξη της προσοχής και την καλλιέργεια της μνήμης και της μουσικότητας. Βασικό τους μέλημα αποτελεί η καλλιέργεια της φαντασίας και της δημιουργικότητας των μαθητών.
Η νοητική σύλληψη της έννοιας της κλίμακας αποτελεί για τον Dalcroze απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελωδική ανάγνωση και την κατανόηση των μουσικών φαινομένων. Το σολφέζ ξεκινάει με ανάγνωση κάποιων φθόγγων σε μία μόνο γραμμή, μετά σε δύο και, τέλος, στις πέντε γραμμές του πενταγράμμου- κάτι που βοηθάει το παιδί να συνειδητοποιήσει τη χωροταξική διάταξη των φθόγγων πάνω στο χαρτί και τη μεταξύ τους απόσταση.
Τέλος, βασικό στοιχείο της μεθόδου αποτελεί και ο αυτοσχεδιασμός. Ο Dalcroze πίστευε ότι όλοι οι μαθητές πρέπει να μάθουν να αυτοσχεδιάζουν, κάτι που στις μικρές ηλικίες μπορεί να επιτευχθεί μέσω των εκφραστικών και ρυθμικών κινήσεων με το σώμα, με τη φωνή ή με μουσικά όργανα που μπορούν να χειριστούν πιο εύκολα τα παιδιά. Ο ίδιος θεωρούσε κατάλληλη τη χρήση της φλογέρας, γιατί επιτρέπει παράλληλα την κίνηση ή την ομιλία. Πίστευε ότι τα κρουστά αποτελούν ένα καλό μέσο για να αναπτύξουν τα παιδιά της αίσθηση του τονισμού και τη μετρική αίσθηση, αλλά επεσήμανε ότι ο μουσικοπαιδαγωγός δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο σε αυτά. Σαν συνθέτης και μουσικός είχε την ευχέρεια να αυτοσχεδιάζει και θεωρούσε το πιάνο ως ένα μουσικό όργανο με αρκετά πλεονεκτήματα για αυτό τον σκοπό.
Η συνείδηση του σώματος και των κινήσεων που αναπτύσσει το παιδί με αυτή την μέθοδο, βοηθούν σημαντικά στην εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου. Επιπλέον, η χρήση του σώματος για την κατανόηση των μουσικών εννοιών αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον μουσικοπαιδαγωγό που ασχολείται με μαθητές προσχολικής ηλικίας, μιας και όσο μικρότερο είναι το παιδί τόσο λιγότερη ευχέρεια έχει στη χρήση του λόγου ή στον συντονισμό των κινήσεων που απαιτεί ο χειρισμός αντικειμένων.
Ο Dalcroze είχε επηρεαστεί σημαντικά από τα νέα παιδαγωγικά ρεύματα της εποχής του. Από τις ιδέες που εκφράζει στα άρθρα που είχε δημοσιεύσει μεταξύ των ετών 1898-1919, υπό τον τίτλο “Ο Ρυθμός, η Μουσική και η Εκπαίδευση”, είναι φανερό ότι οραματιζόταν την επιρροή των δύο βασικών στοιχείων της μεθόδου του- της μουσικής και της κίνησης- σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο που η σύγχρονη μουσικοκινητική αγωγή έχει επηρεαστεί από τις αρχές του. Αυτή η επιρροή είναι εμφανής στο έργο των Carl Orff, Edgar Willelms και Maurice Martenot, ενώ η “Μουσικοκινητική αγωγή Carl Orff” και το “Μουσικοπαιδαγωγικό σύστημα Kodály” έχουν αποδεχτεί ότι η κίνηση και ο ρυθμός αποτελούν βασικά στοιχεία κάθε μουσικοπαιδαγωγικού προγράμματος.

Μουσικοπαιδαγωγικό Σύστημα  Kodály 

Zoltán Kodály (1882-1967)

Zoltán Kodály (1882-1967)Το Μουσικοπαιδαγωγικό σύστημα Kodály δημιουργήθηκε από τον Ούγγρο συνθέτη, εθνομουσικολόγο και μουσικοπαιδαγωγό Zoltán Kodály (1882-1967), ο οποίος χρησιμοποίησε τις εφευρέσεις του John Curwen (1816-1880) που ήταν γνωστές ως “φωνομιμικά σύμβολα”, τις ρυθμικές συλλαβές για τη ρυθμική ανάγνωση που επινόησε ο Joseph Chevé (1804-1864) και τη παιδαγωγική φιλοσοφία του J.H. Pestalozzi (1746-1827). Η παραδοσιακή μουσική της Ουγγαρίας και η επαφή του με τον συνθέτη Béla Bartok (1881-1945) τον οδήγησαν στη δημιουργία ενός μουσικοπαιδαγωγικού συστήματος, που έδινε βάρος στην εκπαίδευση της φωνής και του αυτιού μέσα από το τραγούδι και τη μουσική ακρόαση.
Το τραγούδι στο σύστημα Kodály θεωρείται μία φυσική ικανότητα, ανάλογη με αυτή της ομιλίας. Ο Kodály αποθάρρυνε τη συνεχή υποστήριξη της φωνής με τη συνοδεία ενός μουσικού οργάνου. Καταλληλότερο μέσο για την καλλιέργεια της αντίληψης της τονικότητας θεωρούσε το δίφωνο τραγούδι “a capella”, με το οποίο τα παιδιά μπορούσαν να συγχρονίζονται τονικά ακούγοντας ο ένας τον άλλον. Στη ρυθμική ανάγνωση και το ρεπερτόριο που μαθαίνει ο μαθητής του συστήματος Kodály περιλαμβάνονται, αρχικά, παραδοσιακά τραγούδια του τόπου διαμονής του και της πατρίδας του, ενώ αργότερα περνάει σε έργα κλασικής μουσικής. Επίσης, η διατονική κλίμακα διδάσκεται, αφού έχει διδαχθεί η πεντατονική- μιας και το πεντατονικό στοιχείο ανήκει στα βασικά χαρακτηριστικά της ουγγρικής μουσικής παράδοσης. Τα πρώτα μουσικά κομμάτια που διδάσκεται ο μαθητής είναι γραμμένα πάνω σε λίγες μόνο νότες και σε μικρά μελωδικά διαστήματα.
Ένα από τα τρία βασικά εργαλεία του συστήματος Kodály είναι η χρήση του “σχετικού sol-fa”, το οποίο βοηθάει στην εύκολη και γρήγορη εκμάθηση και καταγραφή της μελωδίας ενώ καλλιεργεί την εσωτερική ακοή και τη μουσική μνήμη. Έχει τις ρίζες του στο “σύστημα των εξαχόρδων” του Guido d’Arezzo (991-1033) και τη “σχετική-δυναμική” σχέση των φθόγγων μεταξύ τους, ενώ βασικός κανόνας είναι η ονομασία της τονικής κάθε μείζονος κλίμακας ως “do” και κάθε ελάσσονος κλίμακας, ως “la”. Δεύτερο εργαλείο στο σύστημα Kodály αποτελούν τα “φωνομιμικά σύμβολα”- σήματα των χεριών, το καθένα από τα οποία αναπαριστά έναν μουσικό φθόγγο. Χρησιμοποιούνται κυρίως στη διδασκαλία των μικρών μαθητών βοηθώντας τους να συνειδητοποιήσουν την κίνηση των φθόγγων και τα διαστήματα που σχηματίζουν μεταξύ τους. Η χρήση ρυθμικών συλλαβών για την απαγγελία του ρυθμού αποτελεί το τρίτο εργαλείο του συστήματος Kodály. Πριν την εκμάθηση των χρονικών αξιών, ο μαθητής διδάσκεται τον ρυθμό με τη χρήση μικρών μουσικών μοτίβων και ρυθμικών σχημάτων, τα οποία είναι συνήθως χτισμένα πάνω σε δύο ή τρεις νότες. Για κάθε ρυθμικό σχήμα και χρονική αξία υπάρχει και μία αντίστοιχη συλλαβική ονομασία, όπως η συλλαβή “ta” για τη χρονική αξία του τετάρτου και οι συλλαβές “ti-tiri” για το ρυθμικό σχήμα “όγδοο- δύο δέκατα έκτα”. Τέλος, κάποιοι γενικοί στόχοι του συστήματος Kodály είναι η ανάπτυξη της έμφυτης μουσικότητας, η γνωριμία του παιδιού με βασικές μουσικές έννοιες, η επαφή με τη μουσική του κληρονομιά, αλλά και με την παγκόσμια μουσική δημιουργία μέσα από τη μελέτη, την εκτέλεση, την ακρόαση και την ανάλυση ποιοτικών μουσικών έργων.
Κύριο μέλημα του Kodály ήταν η μαζικοποίηση της μουσικής εκπαίδευσης. Για αυτό τον σκοπό επεδίωξε τη συγκέντρωση παραδοσιακών ουγγρικών  μελωδιών, με τις οποίες θεωρούσε ότι έπρεπε να διαπαιδαγωγηθούν τα παιδιά. Ο ίδιος έχει γράψει μεγάλο αριθμό έργων για παιδική χορωδία, ενώ σήμερα το σύστημα Kodály αποτελεί ουσιαστικά το εθνικό ουγγρικό μουσικό σύστημα. Αν και μετά τη δεκαετία του ’60 εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, σε αρκετές περιπτώσεις δεν έτυχε ευρείας αποδοχής- ίσως εξαιτίας της ύπαρξης μιας διαφορετικής μουσικής παιδείας, η οποία βασίζεται στο απόλυτο σύστημα μουσικής ανάγνωσης (“απόλυτο sol-fa”). Παρ’ όλα αυτά, η διδασκαλία αυτού του συστήματος βοηθάει ιδιαίτερα στη βελτίωση μουσικών δοκιμασιών, όπως είναι η εκ πρώτης όψεως ρυθμική και μελωδική ανάγνωση και η μουσική υπαγόρευση (“dictée”). Χαρακτηρίζεται επίσης από οικονομία, όσον αφορά τα μέσα, το παιδαγωγικό υλικό, τον χρόνο και τις δραστηριότητες που χρειάζεται για να εφαρμοστεί. Εξάλλου, βασική επιδίωξη του Kodály  ήταν αυτή η μέθοδος να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους τους δασκάλους και τους μαθητές- ακόμη και αυτούς που δεν έχουν τα μέσα ή την πρόσβαση στη μουσική παιδεία.

 Μουσικο-κινητική Αγωγή Carl Orff 

 Carl Orff 1895-1982)

Carl Orff (1895-1982) Η Μουσικοκινητική αγωγή Carl Orff δημιουργήθηκε απο τον Γερμανό συνθέτη Carl Orff (1895-1982) σε συνεργασία με τη χοροπαιδαγωγό Dorothée Günther (1896-1975). Είναι γνωστή και ως “Orff-Schulwerk”- ονομασία της σειράς βιβλίων που αποτελούν δείγμα της δουλειάς του Orff με  τη συνθέτρια και παιδαγωγό Gunild Keetman (1904-1990) και περιλαμβάνουν ρυθμούς και μελωδίες από τη χώρα του. Ο Orff- επηρεασμένος από τις ιδέες του Dalcroze και την είσοδο διαφορετικών μουσικών πολιτισμών στη δυτική μουσική παράδοση- εισήγαγε στο σύστημά του την εκμάθηση μουσικών εννοιών μέσω της κίνησης και του λόγου και ενδιαφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό για την ενεργό συμμετοχή των παιδιών στη μουσική πράξη, ως τον πιο άμεσο και δημιουργικό τρόπο να βιώσουν και να κατανοήσουν τη μουσική.
Το “σύστημα Orff” προετοιμάζει το παιδί της προσχολικής και σχολικής ηλικίας για τη σπουδή ενός μουσικού οργάνου ή για την ένταξή του στην τάξη της μουσικής θεωρίας, μέσα από δραστηριότητες που αφορούν τον ρυθμό, τον λόγο και τη μελωδία. Το παιδί βιώνει τον εσωτερικό ρυθμό του σώματός του και έρχεται σε επαφή με τις μουσικές έννοιες εμπειρικά, μέσα από τις ηχηρές κινήσεις, τα λεκτικά μοτίβα, τη ρυθμική απαγγελία, την ακουστική εμπειρία και το παίξιμο μουσικών οργάνων που είναι σχεδιασμένα για την ηλικία του και μπορεί να έχουν φτιαχτεί από το ίδιο. Εφευρίσκει δική του σημειογραφία για την καταγραφή του ρυθμού, ενώ το γράψιμο στο πεντάγραμμο γίνεται μόνο όταν επιθυμεί να συνθέσει, εξυπηρετώντας καθαρά λειτουργικούς σκοπούς. Επίσης, τραγουδάει και αυτοσχεδιάζει χρησιμοποιώντας τις μουσικές φόρμες της μίμησης, της επανάληψης, της παραλλαγής και του κανόνα. Σχηματίζει “ostinato”, “bordun”, μουσικές φόρμες ΑΒ, ΑΒΑ ή rondo και συνοδεύει με αυτά τα παραμύθια, τις ηχο-ιστορίες και τα τραγούδια του. Στον αυτοσχεδιασμό χρησιμοποιούνται μικρά λεκτικά, κινητικά, ρυθμικά και μελωδικά μοτίβα, ενώ κατά τη χρήση μουσικών οργάνων τα κομμάτια παίζονται απ’ έξω. Ο Orff θεωρούσε σωστό στο ξεκίνημα να γίνεται ρυθμικός αυτοσχεδιασμός και στη συνέχεια να εισάγεται προοδευτικά η μελωδία, η αρμονία και οι διάφορες μουσικές φόρμες. Στις δραστηριότητες του συστήματος περιλαμβάνεται και η ζωντανή παρουσίαση οργάνων της κλασικής ορχήστρας, ενώ ο ίδιος ο Orff παρότρυνε τους μουσικοπαιδαγωγούς να χρησιμοποιούν τη μουσική παράδοση της πατρίδας τους και να μην προσφεύγουν στην πιστή αντιγραφή της μεθόδου του.
Σημαντικοί στόχοι των δραστηριοτήτων του συστήματος Orff αποτελούν η συνεργασία και η ανάληψη πρωτοβουλιών, η διαφοροποίηση των ρόλων που αναλαμβάνουν τα παιδιά, η ενεργός συμμετοχή των παιδιών και του μουσικοπαιδαγωγού σε επίπεδο ομάδας, ζευγαριού ή ατομικά. Βασικό του χαρακτηριστικό αποτελεί ο συνδυασμός του λόγου, της μουσικής και της κίνησης- γεγονός που το καθιστά πιο ολοκληρωμένο και προσεγγίσιμο από παιδαγωγούς διαφόρων ειδικοτήτων. Σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η Ελλάδα, αποτελεί το πιο διαδεδομένο σύστημα μουσικοκινητικής αγωγής και χρησιμοποιείται ακόμη και σε σχολεία για τη μουσική καλλιέργεια των μαθητών.

Μέθοδος Suzuki 

Shinichi Suzuki (1898-1998)

Shinichi Suzuki (1898-1998)Η Μέθοδος Suzuki δημιουργήθηκε από τον γνωστό Γιαπωνέζο βιολονίστα, Shinichi Suzuki (1898-1998). Αρχικά προοριζόταν για την εκμάθηση του βιολιού από παιδιά προνηπιακής ηλικίας, αλλά σύντομα άρχισε να εφαρμόζεται και σε άλλα μουσικά όργανα. Οι αρχές που ακολουθεί, στηρίζονται στις αναπτυξιακές φάσεις της ανθρώπινης γλωσσικής επικοινωνίας όπου το παιδί πρώτα ακούει, μετά μιλάει και στη συνέχεια μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει – εφόσον, βέβαια, στο περιβάλλον του υπάρχουν όλες οι μορφές του προφορικού και γραπτού λόγου καθώς και μία διάθεση επικοινωνίας.
Οι δραστηριότητες της μεθόδου έχουν αρκετά καθοδηγητικό χαρακτήρα και είναι σχεδιασμένες για την αλληλεπίδραση του μικρού μαθητή με τους ενήλικες δασκάλους του. Προορίζονται, δηλαδή, για ατομικά και όχι ομαδικά μαθήματα. Βασικά στοιχεία της μεθόδου είναι η μουσική ακρόαση, η μάθηση μέσω της επανάληψης και η ανάπτυξη της βασικής τεχνικής του μουσικού οργάνου. Η μουσική ακρόαση αρχίζει από τη στιγμή που γεννιέται το παιδί, ώστε να γίνει μέρος του περιβάλλοντός του, όπως γίνεται και με τη μητρική του γλώσσα. Σε ηλικία τριών ετών και εφόσον μπορεί να χειριστεί το μουσικό όργανο, αρχίζει να παίζει μουσική μιμούμενο τις κινήσεις του δασκάλου του. Ακούει προσεχτικά και απομνημονεύει τις μελωδίες που παίζει, ενώ η μουσική ανάγνωση έρχεται εφόσον έχει προηγηθεί η ανάπτυξη της βασικής τεχνικής. Το μουσικό υλικό προκαθορίζεται από τα ειδικά βιβλία της μεθόδου και όλα τα παιδιά μαθαίνουν την ίδια σειρά από μελωδίες και ασκήσεις. Στη συνέχεια διαβάζουν καινούργια μουσικά κομμάτια επαναλαμβάνοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυτά που έχουν ήδη απομνημονεύσει. Ο γονέας του παιδιού αναλαμβάνει τον ρόλο του δασκάλου για το σπίτι και είναι απαραίτητο να παρακολουθεί το μάθημα, για να ενθαρρύνει την ενασχόλησή του με τη μουσική και την καθημερινή του μελέτη.
Η μέθοδος Suzuki απαιτεί αρκετά παιδαγωγικά προσόντα από την πλευρά του δασκάλου, ενώ είναι αναγκαία η ύπαρξη καλής συνεργασίας μεταξύ των γονέων, του δασκάλου και του παιδιού. Η απροθυμία των πρώτων να συμμετέχουν στα μαθήματα αποτελούσε την κυριότερη δυσκολία, όταν η μέθοδος εφαρμόστηκε στην Αμερική προ πεντηκονταετίας. Σήμερα έχει γίνει ευρύτερα γνωστή στην Ευρώπη. Σε μουσικές εκδηλώσεις που γίνονται στην Ιαπωνία και την Αμερική συναντούμε συχνά μία χαρακτηριστική πρακτική της μεθόδου- όπου μέσα σε μία αίθουσα παρουσιάζονται χιλιάδες παιδιά να παίζουν συγχρόνως (“unisono”) το ίδιο μουσικό κομμάτι.
Η σύζευξη της μουσικής και της παιδαγωγικής επιστήμης αντανακλά την επιρροή των νέων ανθρωπιστικών επιστημών του 20ου αιώνα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης νόησης. Σήμερα το χάσμα ανάμεσα στον “μη καταρτισμένο παιδαγωγικά” δάσκαλο της μουσικής και τον “άμουσο” παιδαγωγό έχει αρχίσει να μικραίνει, ύστερα από τις απαιτήσεις που επέβαλε η διδασκαλία της μουσικής σε μικρές ηλικίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παραπάνω μουσικοπαιδαγωγικά συστήματα θεωρούν απαραίτητη την ταυτόχρονη ύπαρξη αυτών των δύο ρόλων, ενώ στη πλειονότητά τους δεν αποτελούν αποκλειστικά δημιουργήματα ενός και μόνο ανθρώπου. Αλλά, προκύπτουν από τον παιδαγωγικό προβληματισμό ενός συνθέτη, ο οποίος συσπειρώνει γύρω του ανθρώπους άλλων επιστημονικών κλάδων και συνεργάζεται μαζί τους για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου μουσικοπαιδαγωγικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα εμφανίζεται ένας σταδιακά αυξανόμενος αριθμός μουσικοπαιδαγωγικών συστημάτων, που απευθύνονται σε πιο μικρές ηλικίες ή σε διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες (όπως τα βρέφη ή τα άτομα με ειδικές ανάγκες) και προϋποθέτουν την άμεση συμμετοχή και συνεργασία των γονέων στη διεξαγωγή του μαθήματος. Είναι ευτυχές το γεγονός ότι και στη χώρα μας έχει πλέον καθιερωθεί η διδασκαλία της μουσικής σε αυτή την τρυφερή ηλικία, κατά την οποία τα παιδιά αποκτούν εμπειρίες καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα εξέλιξή τους, αλλά και για τη σχέση τους με την κλασική μουσική- η οποία ακόμη και σήμερα θεωρείται λανθασμένα μία “σοβαρή” και απρόσιτη τέχνη για τους μη-μυημένους.
 classicalmusic.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: