Η λογοτεχνία και η μουσική έχουν μακρά παράδοση κοινής εμπειρίας. Η λυρική εργασία του ποιητή προμηθεύει τον συνθέτη με στίχους. Το τέμπο του μουσικού εμπνέει στον συγγραφέα ρυθμό. Και οι δύο τέχνες απευθύνονται στο αυτί, και οι δύο σχετίζονται με τη φωνή και τον τόνο. Ολοι όμως ξέρουμε πως οι δυνατότητες της μουσικής να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνία ή της λογοτεχνίας να μεταφραστεί σε μουσική είναι τεράστιες. Καθηγητής μουσικής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου ο Harry White έγραψε, όπως μας πληροφορεί η κριτικογράφος του TLS Angela Leighton, το συναρπαστικό βιβλίο «Music and the Irish literary imagination» για τη σχέση των μεγάλων κλασικών Thomas Moore, W.B. Yeats, J.M. Synge, G.B. Shaw, James Joyce, Samuel Beckett και Seamus Heaney με τη μουσική Oxford University Press, σελ. 260).
Με δεδομένο ότι η Ιρλανδία δεν διαθέτει παράδοση κλασικής μουσικής, η μπαγκέτα, παρατηρεί ο μελετητής, φαίνεται πως δόθηκε στους συγγραφείς. Η έρευνα του ρόλου που έπαιξαν οι μουσικοί ήχοι στη ζωή και το έργο τους βασίζεται στην υπόθεση πως η απουσία της μιας παράδοσης ισχυροποιεί την άλλη, και πως η ιρλανδική λογοτεχνία επωφελήθηκε από τον στενό συσχετισμό της με τη μουσική.
Επικεφαλής της παράδοσης βρίσκεται ο Thomas Moore, ο λαϊκός ποιητής ιρλανδικών τραγουδιών και μπαλάντας. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει τον κρίσιμο ρόλο του στους κόλπους του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, τη σημασία που είχε ο Moore για τον Μπερλιόζ και τον Σούμαν οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον στίχο του στις δικές τους συνθέσεις, καθώς και την επίδρασή του στην άνοδο του ιρλανδικού εθνικισμού. Το ισχυρό ιδιότυπο ταλέντο του άλλωστε να συνθέτει στίχους πάνω σε προϋπάρχοντες μουσικούς τόνους βοήθησε στην εξάπλωση της παραδοσιακής ιρλανδικής μουσικής. Τόσο ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω όσο και ο J.M. Synge είχαν μουσικές καριέρες. Ο Σω έγραφε ως επαγγελματίας μουσικοκριτικός και ο Synge σπούδασε μουσική σύνθεση πριν στραφεί στη λογοτεχνία το 1894. Ο Σω μπόρεσε, όπως παρατηρεί η Angela Leighton, να χρησιμοποιήσει τα θεατρικά έργα του για να επικρίνει τις στενές αντιλήψεις του βρετανικού μουσικού πνεύματος και να εκδηλώσει την αγάπη του για τον Βάγκνερ. Ο Synge εξάλλου εσωτερίκευσε τη μουσική διαδικασία γράφοντας ομιλίες που λειτουργούν ως άριες κι επιμένοντας στις πρόβες των έργων του να χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί την προσωδία της φωνής.
Υπήρξε συγγραφέας που διαρκώς μετέτρεπε τους ήχους της μουσικής σε φωνές, έτσι ώστε να αποτελούν τα έργα του «ρηματικές όπερες».
Το ζήτημα της σχέσης του Τζόυς και του Μπέκετ με τη μουσική έχει συζητηθεί. Η ικανότητα του Τζόυς να «μεταγράφει τον θόρυβο στο χαρτί» όπως το είχε επισημάνει ο αδελφός του, οφείλεται στη διά βίου αγάπη του για την όπερα. Στη νουβέλα «Οι Νεκροί», στο κεφάλαιο «Σειρήνες» του «Οδυσσέα» ή στο «Finnegans Wake» (όπου υπάρχουν περίπου τρεις χιλιάδες παραπομπές) στην όπερα δεν είναι τόσο οι συχνές μουσικές νύξεις, όσο η μουσική χρήση της γλώσσας - σαν ένα μπελκάντο της φαντασίας να οδηγεί τους ρυθμικούς εσωτερικούς μονολόγους των έργων. Ασχέτως αν θα χαρακτηρίσουμε τα έργα αυτά «ρηματικές όπερες» ή όχι, η γλώσσα του Τζόυς αναμφίβολα αντλεί από τους μη λεκτικούς ήχους, υπακούει σε έναν ρυθμό και σε ένα τόνο οι οποίοι βομβούν από τη δική τους παιχνιδιάρικη και «αποστασιοποιημένη» μουσική. Οπως ο Τζόυς, έτσι και ο Μπέκετ ήταν ένας καλός ερασιτέχνης πιανίστας - αν και αυτός προτιμούσε όχι την όπερα αλλά τη μουσική δωματίου. Εμπλούτισε τα κείμενά του με ήχους, εξ ου και η επιμονή του να εφαρμόζουν οι παραστάσεις των έργων του ορισμένες δυναμικές λόγου. «Είναι αδύνατον να ακολουθήσουμε το κείμενο σε αυτό τον ρυθμό» παραπονέθηκε κάποτε ένας ηθοποιός, «Είναι σαν μουσική», απάντησε ο Μπέκετ. «Σαν ένα κομμάτι του Σένμπεργκ μέσα στο κεφάλι του». Το σημείο όπου η γλώσσα παραχωρεί τη θέση της στη σύνθεση του ήχου είναι πάντοτε παρόν στον Μπέκετ. Οπως είναι παρόν και το σημείο όπου ο ήχος παραχωρεί τη θέση του στη σιωπή - μια σιωπή που στα έργα του Ιρλανδού δραματουργού διαθέτει την εκφραστικότητα μιας μουσικής παύσης. Ανάμεσα σε όλους τους καλλιτέχνες, ο W.B. Yeats αποτελεί όπως φαίνεται εξαίρεση καθώς ομολογούσε τη βαθύτατη αδιαφορία του για τη μουσική ως καλλιτεχνική φόρμα και για την αδυναμία του να ξεχωρίσει τους μουσικούς τόνους. Ποιος όμως μπορεί να ξεχάσει, αναρωτιέται ο συγγραφέας, τους μουσικούς ήχους που γεννά η ανάγνωση του «Lake Isle of Innisfree» ή οι τελευταίες αναγνώσεις ποιημάτων του στο BBC; Λιγότερο ενδιαφέρον είναι, σύμφωνα με την κριτικογράφο, το τελευταίο σύντομο κεφάλαιο του βιβλίου για τον Seamus Heaney στο οποίο τίθενται ζητήματα αισθητικής και ηθικής.
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου