Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Μια όπερα σαν βαρύ μιούζικαλ -Κριτική Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Σβώλου από την Ελευθεροτυπία

Προχθές δόθηκε στο «Ολύμπια» η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του «λυρικού ποιήματος» του Σταύρου Ξαρχάκου «Συρανό & Ρωξάνη».

Ο Συρανό (Ματιέ Λεκροάρ) ξεψυχά περιτριγυρισμένος από τη Ρωξάνη (Ανν-Μαργκερίτ Βερστέρ) και τους συντρόφους του

Ο Συρανό (Ματιέ Λεκροάρ) ξεψυχά περιτριγυρισμένος από τη Ρωξάνη (Ανν-Μαργκερίτ Βερστέρ) και τους συντρόφους του Η παραγωγή ήταν συνεργασία της Λυρικής Σκηνής με την Εταιρεία Πιερ Ζουρντάν. Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Εντμόν Ροστάν «Συρανό ντε Μπερζεράκ», που διασκεύασαν σε λιμπρέτο οι Ζαν-Κλοντ Καριέρ και Πιερ Ζουρντάν, το έργο δόθηκε με εξ ολοκλήρου μετακεκλημένη διανομή Γάλλων τραγουδιστών και συμμετοχή ειδικά συγκροτημένης 17μελούς ορχήστρας Ελλήνων μουσικών. Παρ' ότι θα διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης, λόγω υπερκόπωσής του τον αντικατέστησε τελευταία στιγμή ο συνεργάτης του, αρχιμουσικός Γκασπάρ Μπρεκούρ. Ο Σταύρος Ξαρχάκος παρακολούθησε την παράσταση καθήμενος στο κεντρικό θεωρείο των επισήμων. Εκεί δέχτηκε και το χειροκρότημα του κοινού -συμπεριλαμβανομένων πολλών και αναμενόμενων επωνύμων- που ανακατηύθυναν προς αυτόν από σκηνής οι συντελεστές, στο τέλος της παράστασης.

Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα αποκομίζοντας μέτριες εντυπώσεις. Το σκηνικό έργο, που πρότειναν ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο ενορχηστρωτής Αχιλλέας Γουάστωρ, ασφαλώς δεν είναι τυπική όπερα, παρ' ότι στο ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, και δη το γαλλικό, εύκολα θα εντόπιζε κανείς λυρικά έργα με αντίστοιχα κυρίαρχα χαρακτηριστικά. Στο «Συρανό & Ρωξάνη» δεσπόζει αδιαπραγμάτευτα και καταδυναστευτικά ο αριστοτεχνικός λόγος του Ροστάν· η μουσική απλά συνοδεύει -δηλαδή «ακομπανιάρει», όπως σε ένα ελαφρό τραγούδι- χωρίς ποτέ να συμπληρώνει τη δραματουργία, πόσο μάλλον να προσλαμβάνει οιουδήποτε είδους αναντικατάστατη λειτουργία ή αυτονομία.

Βασιζόμενη σε απλές γραμμές, η φωνητική γραφή διέπεται από έκδηλη αμεσότητα και ευκολία. Συνήθως ρέει σε ύφος μουσικής απαγγελίας και, όταν γυρίζει σε τραγούδι, προσλαμβάνει βάρος σύντομης στροφικής μελωδίας ή τραγουδιού σε μιούζικαλ, ενίοτε πατώντας σε χορευτικούς ρυθμούς. Στερούμενο αξιομνημόνευτων μελωδιών και πρωτότυπου στίγματος με βάρος και βάθος, το αποτέλεσμα δύσκολα συγκρατεί το ενδιαφέρον του οπερόφιλου ακροατή. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι το έργο, που διαρκεί δυόμισι ώρες, δίδεται άνευ διαλείμματος λειτουργεί απλώς ως... χαριστική βολή.

Βασισμένο στην ενορχήστρωση και όχι στη δομή, το κυρίαρχο, ρηχά ατμοσφαιρικό στίγμα του ακροάματος προβάλλει συνειδητά γαλλικό, έλκοντας την ταυτότητά του σχεδόν αποκλειστικά από αναγνωρίσιμες στιλιστικές αναφορές, δραματουργικά πρότυπα και τοπικώς αυτούσιες αναπαραγωγές στοιχείων Ντεμπισί, Σατί («Σωκράτης», «Γυμνοπαιδιές»), Ροπάρτζ, Φίλιπ Γκλας (μινιμαλιστικά ρυθμικά συνεχή, λυπητερά σαξόφωνα κ.λπ.), γαλλική μουσική για κινηματογράφο. Προέχουσα -μέχρι κατάχρησης- είναι η συμμετοχή της άρπας, αληθινός μαραθώνιος για την εξαίρετη αρπίστρια της ΚΟΑ, Γεωργία Ξαγαρά!

Τελικά, η συντελούμενη σύζευξη επώνυμου έντεχνου λόγου και κοινότοπης μουσικής δίνει ένα αποτέλεσμα το οποίο, τουλάχιστον στα αυτιά των φίλων της όπερας, ηχεί σαν άστοχα βαρύ μιούζικαλ, που αδυνατεί να απογειωθεί γιατί είναι πολύ σοβαρό. Με άλλα λόγια, ως Literatur Oper, το «Συρανό & Ρωξάνη» πάσχει σοβαρά από έκδηλη αναντιστοιχία αισθητικής γλώσσας και ανισότητα δραματικού βάρους ανάμεσα στο κείμενο των Ροστάν/Καριέρ/Ζουρντάν και τη μουσική γραφή των Ξαρχάκου/Γουάστωρ.

Η λιτή, ισορροπημένη, συμβατικά αφαιρετική σκηνοθεσία του Αυστραλού Ντέιβιντ Φρίμαν ανέδειξε πολύ ικανοποιητικά την πρωτίστως θεατρική διάσταση του έργου, στηριζόμενη στη διεξοδική καθοδήγηση των τραγουδιστών. Τα καλόγουστα κουστούμια εποχής και το ευέλικτο, μονοτοπικό σκηνικό τού Νταν Πότρα -ένας θεόρατος, ροζιασμένος κορμός δένδρου, λιγοστά αντικείμενα και κρεμαστές κουίντες/τοίχοι- υπηρέτησαν άριστα τη ρευστή, αρθρωτή δραματουργία της παράστασης. Η γραφή του Ξαρχάκου λίγο μόνον επέτρεψε στους θαυμάσιους Γάλλους τραγουδιστές να αξιοποιήσουν τις ωραίες, υγιείς φωνές τους, υποχρεώνοντάς τους κυρίως να μιλούν ή να απαγγέλλουν τραγουδιστά κάτι που, ως άριστοι επαγγελματίες, έκαναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Δίδυμος άξονας του όλου υπήρξε το θαυμάσιο ζεύγος Ρωξάνη-Συρανό, που ενσάρκωσαν έξοχα η υψίφωνος Ανν-Μαργκερίτ Βερστέρ και ο βαρύτονος Ματιέ Λεκροάρ, τονίζοντας την τελικά τραγική αντίθεση ανάμεσα στην πανέμορφη, ερωτικά άπειρη νέα γυναίκα, που μένει ανύποπτη για τα αισθήματα που προκαλεί και ωριμάζει βαθμιαία, και στον τραχύ, ηρωικό-μπουφόνικο χαρακτήρα του ντροπαλού, φλεγόμενου από ανομολόγητο έρωτα άσχημου άνδρα. Ομοίως καλοί, ο καθένας στον καρατερίστικο ρόλο του, ήταν οι λοιποί τραγουδιστές: ο βιαστικός, άγαρμπος εραστής Κριστιάν του βαρύτονου Ρεζίς Μενγκίς, ο υπερόπτης, εκδικητικός Ντε Γκις του τενόρου Μαρσιάλ Ντεφοντέν κ.λπ. Σαφής, γεμάτη μουσικότητα η διεύθυνση του Γκασπάρ Μπρεκούρ, στήριξε εύστοχα το ακρόαμα. *

Δεν υπάρχουν σχόλια: