Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Ολη η ζωή του σε εξήντα CD!

Ολη η ζωή του σε εξήντα CD! 
'Ολη η  συνέντευξη του  συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη στον δημοσιογράφο  Δηµήτρη Ν. Μανιάτη (ΤΑ ΝΕΑ)


Ανασκεύασε και ηχογράφησε εξαρχής όλο το ογκώδες έργο του, γράφει ακάµατα και παιδεύεται πάνω σε αυτό που ξέρει και κάνει χρόνια: τη µουσική

Φανταστικό σενάριο: Μια µεγάλη πληµµύρα πλήττει το Μετς, τα πάντα πνίγονται στο νερό και µένει να επιπλέει το επιβλητικό νεοκλασικό σπίτι της οδού Στίλπωνος. Ο ιστορικός του µέλλοντος θα το παροµοιάσει µε κιβωτό της µουσικής, ένα σπουδαίο τεκµήριο του νεώτερου πολιτισµού θα έχει διασωθεί και για όλα αυτουργός είναι ο µαυροντυµένος κύριος απέναντί µου, κάτοικος Μετς, συνθέτης και µουσουργός µε το όνοµα Νίκος Μαµαγκάκης, που ανήκει στη σπάνια κάστα µουσικών που «έπαιξαν» µε όλα τα είδη µουσικής (ηλεκτρονική, λαϊκή, οπερέτες, κινηµατογραφική και όχι µόνο) µε µια αξιοζήλευτη προσήλωση.
«Επιβιβάζοµαι», παίρνω θέση πλάι στους δεκάδες χειροποίητους αυλούς, παρατηρώ τη φωτογραφία όπου ο Χατζιδάκις διευθύνει το κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα µαζί µε τον Μαµαγκάκη και ανοίγω τις κεραίες µου.

Από πού να αρχίσω;
«Εγώ πάντα από το τώρα αρχίζω. Δεν µ’ αρέσει να αναµασώ πράγµατα, δεν θέλω να ρουτινιάζω, δεν υπάρχει χειρότερο πράγµα από τα στάσιµα ύδατα, έχουν κοστίσει εκατόµβες. Η ελονοσία είναι αποτέλεσµα των στάσιµων υδάτων», λέει ανάµεσα σε παρτιτούρες, φωτογραφίες, κοµπιούτερ και µουσικά όργανα. «Ολο το έγκληµα είναι αυτό που µπορούσαµε και δεν το κάναµε. Ο,τι γίνεται είναι ζωή, ακόµη κι αν είναι λάθος.
Ετσι κι αλλιώς οι ειρηνικές περίοδοι δεν καταγράφονται. Ξέρουµε ακριβώς τις “στραβές” του Ιουστινιανού, τις περιπέτειες», σηµειώνει χειµαρρώδης.
«Να κάνεις. Δεν είναι µαταιοδοξία. Από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου, δηµιουργούσα µουσική. Είχαµε ένα κτήµα έξω από το Ρέθυµνο, ξεκαλοκαιρεύαµε. Εκεί υπήρχε ένας καλαµιώνας όπου άρχισα να κάνω αυλούς.
Σήµερα το συνεχίζω, είµαι και αυλοκατασκευαστής, βρήκα µια δική µου πατέντα, ένα δικό µου όργανο: τον διπλό αυλό µε ένα καλάµι. Το ξύλο, εξάλλου, είναι ό,τι συγκλονιστικότερο στον κόσµο.
 Είναι φύση», λέει ο συνθέτης και περιγράφει τον τρόπο µε τον οποίο διέσωσε το δικό του συνθετικό έργο εξ υπαρχής και µάλιστα µε τη µικρή βιοτεχνία µουσικής µε την ετικέτα «Ιδαία». Εξήντα CD και 4 βιβλία δεν είναι λίγο.
«Είχα βγάλει 20 CD σε µια εταιρεία. Αυτοί όµως ήθελαν µόνο φιλέτο. Ενιωσα εξαπατηµένος. Δεν έκαναν τίποτε για το έργο.
Αρχισαν και προωθούσαν σουξετζήδες. Εκανα λοιπόν ένα στούντιο, δηµιούργησα µια οµάδα από σοβαρά παιδιά, έµαθα να ηχογραφώ και ανασκεύασα όλο το έργο µου».
Σε αυτό περιλαµβάνεται και µία από τις πιο πρόσφατες δουλειές του: «Το τραγούδι του Μπελογιάννη και της Ελλης Παππά». «Εζησα το γεγονός, αφού µε κυνηγούσαν γιατί ο αδελφός µου ήταν κοµµουνιστής. Με έπιασαν στην Οµόνοια, στην Ιωνος – θυµάµαι τις εφηµερίδες, τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Αυτή ήταν η ατµόσφαιρα που προσπάθησα να αποτυπώσω στο ρέκβιεµ για τον Μπελογιάννη. Ο κόσµος είχε συγκινηθεί, ένιωθες το καταπλάκωµα στην ψυχή των ανθρώπων. Η Σαβίνα Γιαννάτου (συµµετέχει στον δίσκο) έκλαιγε από το βάρος των λόγων. Πρέπει να µατώσεις για να γράψεις», σηµειώνει.



Η συζήτηση συνεχίζεται σαν µαγικό παραµύθι.
Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και το τραγούδι που εµπνεύστηκε από αυτό, «Τα Δίφορα» του ποιητή Κωστή Φραγκούλη (του Ανταίου) που τον θαύµαζε ο Σεφέρης και τον επισκεπτόταν στη Σητεία. «Το Μικρό Επος για τον Ανδρέα Ροδινό», που υπήρξε πρώτος ξάδελφος του Μαµαγκάκη.
 «Αυτός ήταν χαρισµατικός, 22 ετών, ήταν ήδη θρύλος, στα 16 ήταν αρχοντολυράρης, γύριζε την Κρήτη και έπαιζε. Ενα φαινόµενο».

Και γιατί δεν τα µαθαίνει αυτά ο κόσµος;
Τρέφεται µε υποπροϊόντα, ευθύνονται τα ιδιωτικά κανάλια. Σε µια από τις εκποµπές ταλέντων, που πάνε νέοι και τους εκµαυλίζουν, ένα παιδί τραγούδησε το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» – δικό µου, το οποίο είχε ερµηνεύσει η Τζένη Βάνου. Κράτησε µισή ώρα και δεν είπαν τίνος είναι το τραγούδι.

Εχετε ογκώδες έργο. Γιατί το επανεκδώσατε και µάλιστα σε άσχηµη συγκυρία για τη δισκογραφία;
Δεν είµαι έµπορος, το έκανα για να δικαιώσω τον εαυτό µου. Η µουσική δεν είναι για το συρτάρι, ούτε για τις µεταγενέστερες αναβιώσεις. Να υπάρχει, αρκεί. Και ας την ανακαλύψει ο επόµενος. Δεν ήθελα να γίνω εταιρειάρχης.
 Η µουσική πού πάει;
Υπάρχει σπουδαίο απόθεµα στην ελληνική µουσική. Μην ξεχνάτε πως παραµένουµε ένα κράτος νήπιο – δεν έχουν εδραιωθεί πράγµατα – και άρα η µουσική υφίσταται ό,τι υφίστανται όλα τα πνευµατικά προϊόντα. Υπάρχουν παιδιά ταλαντούχα και σπουδαγµένα στην αβάν γκαρντ µουσική, που δεν τα καλούν ποτέ και πουθενά να παίξουν.
«Ο Τσιτσάνης είναι το ίδιο ευφυής µε τον Ξενάκη, τον Ροδινό, αλλά και τον Μπαγιαντέρα µε τις σπαρακτικές µελωδίες του. Ενα καλό τραγούδι θεραπεύει»
«Το λαϊκό έσωσε τους Ελληνες»
Ασχολείστε χρόνια τώρα µε τη µουσική, από την «κλασική» της πλευρά: συµφωνίες, εγκώµια, λιµπρέτα. Ταυτόχρονα, όποτε χρειάστηκε, γράψατε και εµπορικό ή λαϊκό τραγούδι (όπως τον δίσκο «Κέντρο Διερχοµένων») µε επιτυχία...
Αν είσαι µουσικός τα συνταιριάζεις. Κάποτε είπα στον Ιάννη Ξενάκη: «Γιατί δεν γράφεις;». «Νίκο δεν µπορώ!», µού απάντησε. Στη µουσική υπάρχει το πρωτοποριακό (των φωτισµένων) και αυτό που έχει ποιότητα και παρουσία. Ο Τσιτσάνης είναι το ίδιο ευφυής µε τον Ξενάκη, τον Ροδινό, αλλά και τον Μπαγιαντέρα µε τις σπαρακτικές µελωδίες του. Ενα καλό τραγούδι θεραπεύει. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Το ρεµπέτικο και το λα ϊκό – ας πούµε – έσωσαν τους Ελληνες, τους παρηγόρησαν.
Η κορυφαία σας στιγµή;
Η µουσική που έγραψα – πάνω από 20 ώρες – για τη σειρά ταινιών του Εντγκαρ Ράιτς «Ηeimat Ι, ΙΙ, ΙΙΙ» (56 ώρες φιλµ), η µεγαλύτερη κινηµατογραφική ταινία όλων των εποχών. Την καλύτερη κριτική την πήρα από τους «Νew Υork Τimes».
Για το µέλλον;
Δουλεύω παράλληλα πράγµατα. Ενα εγκώµιο στον Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη. Δουλεύω καιρό τώρα την «Οδύσσεια» του Οµήρου σε µετάφραση του λαϊκού βάρδου Ψυχουντάκη. Ετοιµάζω ακόµη µια όπερα, πάνω στο «Συµπόσιο» του Πλάτωνα. Ολη µέρα εδώ κάθοµαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: