. Τροφώνιο Ωδείο

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

H Μάρθα και οι φίλοι της, οι μικροί και οι μεγάλοι


Στο πρόγραμμα της τρίτης βραδιάς (12/3/2012) κυριάρχησε το σπάνιο θέαμα –και ακρόαμα!- της σύμπραξης τεσσάρων πιάνων, αλλά και η ακραία μουσική αντίθεση ανάμεσα στην εκδοχή της «Ιεροτελεστίας» του Στραβίνσκι για τέσσερα πιάνα και δύο κρουστούς και τα κοντσέρτα του Μπαχ για δύο, τρία και τέσσερα πληκτροφόρα. Την πρώτη προετοίμασε ειδικά για την συναυλία ο Αντρέ ντε Γκροτ με επεξεργασία του μέρους των κρουστών από τον Δημήτρη Δεσύλλα. Καθώς, παλαιότερα, είχαμε ακούσει ζωντανά την αυθεντική εκδοχή για δύο πιάνα που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Στραβίνσκι ως προσχέδιο του ομώνυμου μπαλέτου, η πρόταση μιας μεταγραφής για τέσσερα πιάνα μάς κίνησε το ενδιαφέρον, αν και  με σοβαρές επιφυλάξεις που τελικά δικαιώθηκαν. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της αρχικής, αυθεντικής εκδοχής για δύο πιάνα έγκειται στην δυνατότητα που προσφέρει να ακούσουμε την γραφή της «Ιεροτελεστίας» ως συμπύκνωση έχοντας την πρωθύστερη εμπειρία της πλήρους, συμφωνικής ανάπτυξης της παρτιτούρας. Όμως, το να μεταφράσει κανείς πιανιστικά την «Ιεροτελεστία» για τέσσερα πιάνα σήμερα, πόσο μάλλον  προσθέτοντας και δύο κρουστούς, προβάλλει ως περιττή δευτερολογία, αν όχι απλώς ως θορυβώδης φλυαρία της οποίας τα ανοικονόμητα ντεσιμπέλ αξιώνουν στα σταθούν ανταγωνιστικά απέναντι στην αντίστοιχης δυναμικής -αλλ’ οποίου ηχοχρωματικού πλούτου!- συμφωνική παρτιτούρα. Για να μην πούμε ότι, από την άκρη της εικόνας, ξεπροβάλλει και η «Σονάτα για δύο πιάνα και κρουστά» του Μπάρτοκ… Αυτό που ακούσαμε ήταν ένα tour de force πιανιστικού υπερθεματισμού που, βεβαίως, διέθετε εκρηκτική, ζωική ενέργεια και ανήμερη ορμή. Σίγουρα, για πολλούς αυτό από μόνο του διέθετε ικανό ενδιαφέρον που επικεντρωνόταν στην μέθη των εντάσεων της αχαλίνωτης δυναμικής και στα αθλητικά κυνηγητά των τεσσάρων πιανιστών˙ κάποιους άλλους, πάλι, κέντρισε το παιχνίδι της συνεχούς αντιπαραβολής προς την ορχηστρική εκδοχή. Την μεταγραφή έπαιξαν οι πιανίστες Αλεξάντερ Γκέρνινγκ, Αλεξάντερ Μογκιλέφσκι, Ακάνε Σακάι, Γιούλια Ζαΐχκινα και οι κρουστοί Δημήτρης Δεσύλλας και Ανδρέας Φαρμάκης.

Τέσσερις πιανίστες ερμηνεύουν αντικριστά το «Κοντσέρτο για τέσσερα πληκτροφόρα, BWV 1065» του Μπαχ συνοδευόμενοι από την Καμεράτα υπό τον Ζεράρ Κόρστεν (Photo: Άγγελος Παππάς)
 Τέσσερις πιανίστες ερμηνεύουν αντικριστά το «Κοντσέρτο για τέσσερα πληκτροφόρα, BWV 1065» του Μπαχ συνοδευόμενοι από την Καμεράτα υπό τον Ζεράρ Κόρστεν (Photo: Άγγελος Παππάς)


Παραμένοντας στο πεδίο του ερεθιστικά εγκεφαλικού παιχνιδιού, το δεύτερο μισό της βραδιάς αφιερώθηκε σε κοντσέρτα του Μπαχ για δύο, τρία και τέσσερα πληκτροφόρα, τα οποία ερμήνευσαν ισάριθμοι πιανίστες συνοδευόμενοι από την Καμεράτα υπό τον ακούραστο Ζεράρ Κόρστεν. Ακούστηκαν το «Κοντσέρτο για δύο πληκτροφόρα, BWV 1060» (Αλεξάντερ Γκέρνινγκ, Αλέξανδρος Καπέλης), το «Κοντσέρτο για τρία πληκτροφόρα, BWV 1064» (Γιούλια Ζαΐχκινα, Λίλη Μάισκυ, Ακάνε Σακάι) και το περίφημο «Κοντσέρτο για τέσσερα πληκτροφόρα, BWV 1065» (Άργκεριχ, Καπέλης, Λίλη Μάισκυ, Μογκιλέφσκι). Τυπικός Μπαχ, τα δύο πρώτα έρρευσαν με τάξη και καθαρότητα ξετυλίγοντας την σχολαστική τους γραφή με νηφαλιότητα, χορευτική κομψότητα, κόσμιες εξάρσεις δεξιοτεχνίας και, όπου οι εντάσεις ανέβαιναν, με πειθαρχημένο δυναμισμό. Το τρίτο είναι, φυσικά, μια διαφορετική περίπτωση καθ’ ότι, ως πιστή μεταγραφή κοντσέρτου του Βιβάλντι, φέρνει τον Μπαχ σε επαφή με τον ηδονοθηρικό κόσμο του ιταλικού –λέγε «μεσογειακού»!- μπαρόκ. Εδώ κυριαρχεί το ανάλαφρο, γρήγορο παιχνίδι ανάμεσα στα τέσσερα όργανα, που άλλοτε παίζουν όλα μαζί ευθυγραμμισμένα ως ομάδα, άλλοτε αναλύονται σε υποομάδες ανταλλάσσοντας στιχομυθίες, άλλοτε μοιράζονται κατακερματισμένες φράσεις με γρήγορες «πάσες» για να καταλήξουν πάλι όλα μαζί ενωμένα. Η εκτέλεση αυτού του πολύ ιδιαίτερου κοντσέρτου από τους τέσσερις πιανίστες, με την δαιμονική Άργκεριχ ως πρώτη μεταξύ ίσων να ανεβάζει συνεχώς την θερμοκρασία, υπήρξε το απολύτως ταιριαστό –και χορταστικό!- φινάλε της βραδιάς. Συγκεφαλαιωτικά η εμφάνιση της χαρισματικής Μάρτας και των φίλοι της στο Μέγαρο Μουσικής χάρισε στους Αθηναίους φιλόμουσους ένα τριήμερο συναρπαστικής μουσικής, που λειτούργησε ως φωτεινό διάλειμμα στην γεμάτη κατήφεια περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κλείνοντας, αξίζει ακόμη να προσθέσουμε ότι η μεγάλη Αργεντινή πιανίστρια παραχώρησε μέρος της αμοιβής της στους μουσικούς της Καμεράτας.

 Συναυλία 2η: Πιάνο λίγο απ’ όλα

Στο μάλλον υπερβολικής διάρκειας πρόγραμμα της δεύτερης βραδιάς (11/3/2012) κυριάρχησε η παρουσία της Μάρθας Άργκεριχ, που συμμετείχε στην ερμηνεία των τεσσάρων από τα επτά(!) έργα. Ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.18» , ΚV 456 του Μότσαρτ, το οποίο έπαιξε ο Στήβεν Κοβάσεβιτς συνοδευόμενος από την Καμεράτα υπό τον αρχιμουσικό Γκέραρντ Κόρστεν. Ο 72χρονος Αμερικανός πιανίστας πρόσφερε μια ωραία, κομψή ερμηνεία, με φροντισμένη ανάδειξη του συντακτικού της μουσικής, έμφαση στην καθαρότητα και την λεπτομέρεια της φραστικής. Τον συνειδητό προσανατολισμό του στην ιστορική ερμηνευτική φανέρωσαν η συγκρατημένη εκφραστική ρητορεία, οι οικονομία των μεταπτώσεων σε ταχύτητες και δυναμική, η γενικά νευρώδης –αλλ’ ουδέποτε νευρική- ανάγνωση. Οδηγημένη από τον σαφώς έμπειρο αρχιμουσικό Ζεράρ Κόρστεν, η Καμεράτα συνόδευσε τον πιανίστα με την δέουσα κινητικότητα και ελαφράδα. Αμέσως μετά, η Άργκεριχ πήρε θέση στο σκαμπό του πιάνου δεξιά του Κοβάσεβιτς για να παίξουν μαζί το «Αντάντε και παραλλαγές για πιάνο-τέσσερα χέρια», KV 501, επίσης του Μότσαρτ.


Η Μάρτα Άργκεριχ και η Ντόρα Μπακοπούλου παίζουν την «Μάνα χήνα» του Ραβέλ (Photo: Βασίλης Μαθιουδάκης)

 Η βραδιά συνέχισε με δύο ακόμη έργα για δύο πιανίστες, στα οποία η Άργκεριχ συνέπραξε με την Ντόρα Μπακοπούλου. Οι πιανίστριες, παλιές γνώριμες από χρόνια μαθητείας στο εξωτερικό, συνέπραξαν με αβίαστο συντονισμό ως καλά ισορροπημένο ντούο. Πρώτη δόθηκε η πενταμερής πιανιστική σουίτα «Η μάνα χήνα» του Ραβέλ. Καθισμένη στο δεξί μέρος του πιάνου η Άργκεριχ ισορρόπησε αριστοτεχνικά τον ρευστό, αφηγηματικό ειρμό της μουσικής και προέβαλε ιδιαίτερα τις αιθέριες ατμοσφαιρικές διαθέσεις του έργου και τις νευρώδεις, δεξιοτεχνικές παραγράφους. Στη συνέχεια οι δυο πιανίστριες ερμήνευσαν αντικριστά το «Κοντσερτίνο για δύο πιάνα», έργο 94 του Σοστακόβιτς. Έργο αισιόδοξο και γεμάτο εναλλαγές, το οποίο σφύζει από ζωντάνια και ρυθμική κινητικότητα, δόθηκε με νεύρο και ακρίβεια. Ολοκληρώνοντας την σύμπραξή τους, Άργκεριχ και Μπακοπούλου θεώρησαν ταιριαστό στην περίσταση να «λοξοδρομήσουν» για λίγο από το κλασικό ρεπερτόριο ώστε, μετά από τον Μότσαρτ, τον Ραβέλ και τον Σοστακόβιτς, να μάς προτείνουν εκτός προγράμματος ένα απόσπασμα από τον «Καραγκιόζη και το καταραμένο φίδι» του Μάνου Χατζιδάκι. Την απολύτως αναμενόμενη αυτή «ανορθογραφία» διέπραξαν με ίδιο άψογο επαγγελματισμό, ίδια υψηλά επίπεδα ενέργειας, όμοια φροντισμένη έκφραση. Το δεύτερο μισό της βραδιάς ξεκίνησε με τα «Φανταστικά κομμάτια» έργο 73, του Σούμαν στην εκδοχή για τσέλο και πιάνο. Η συνάντηση του ανήμερου, πυρετικού πάθους της Άργκεριχ από το πιάνο με το ονειροπόλο, αισθαντικό παίξιμο του Μάισκυ στο τσέλο λειτούργησαν συμπληρωματικά δίνοντας μια ακραία αλλ’ απολύτως σαγηνευτική ανάγνωση του Σούμαν, παλλόμενη από εσωτερική ένταση.
  Ο Αλέξανδρος Καπέλης παίζει το «Κοντσέρτο αρ.4, της Πράγας» του Καμπαλέφσκι (Photo: Βασίλης Μαθιουδάκης)
               Ο Αλέξανδρος Καπέλης παίζει το «Κοντσέρτο αρ.4, της Πράγας» του Καμπαλέφσκι (Photo: Βασίλης Μαθιουδάκης)
Ακολούθησε ένα ύστερο δείγμα της παρατεταμένης απήχησης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην μουσική, το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.4, της Πράγας» του Καμπαλέφσκι, γραμμένο το 1979 για διαγωνισμό πιάνου. Ήταν ένα πολύ σύντομο κομμάτι -ούτε 15΄: η συνολική του διάρκεια ήταν σαν κι’ αυτές των κοντσέρτων του Βιβάλντι!- με εξωστρεφή, παιγνιώδη διάθεση και κινητική γραφή στην οποία πρόβαλαν ευανάγνωστες, όσο και αναπόφευκτες, οι αναφορές στον Σοστακόβιτς. Το ερμήνευσε αβίαστα, με ταιριαστό συνδυασμό ακρίβειας και αθλητικής ορμής ο πιανίστας Αλέξανδρος Καπέλης συνοδευόμενος από την Καμεράτα, την οποία, βοηθούσης της συμμετοχής του Δεσύλλα στα κρουστά, μετέτρεψε ο Ζεράρ Κόρστεν σε θαυμαστής ετοιμότητας συνομιλητή.
     Ο Μίσα Μάισκυ παίζει το «Κοντσέρτο για τσέλο αρ.1» του Χάυδν (Photo: Βασίλης Μαθιουδάκης)
 Ο Μίσα Μάισκυ παίζει το «Κοντσέρτο για τσέλο αρ.1» του Χάυδν (Photo: Βασίλης Μαθιουδάκης)
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με το δημοφιλές «Κοντσέρτο για τσέλο αρ.1» Hob.VIIBq:1 του Χάυδν, ένα από τα πιο γνωστά έργα του ρεπερτορίου για το όργανο αυτό. Σολίστας ήταν ο Μίσα Μάισκυ. Φορώντας μια από τις γνωστές μεταξωτές πουκαμίσες του σε χτυπητό γαλάζιο χρώμα –τον Αύγουστο του 2004, στο Ηρώδειο, είχε φορέσει ένα αντίστοιχα έντονο λουλακί Μιγιάκε από πολυτελές πτυχωτό μετάξι- με την κάτασπρη, κατσαρή κώμη του να «χορεύει» σε κάθε ορμητικό τίναγμα του δοξαριού, ο διάσημος Λεττονοϊσραηλινός τσελίστας πρόσφερε στο ακροατήριο το υπέρτατο θέαμα του ρομαντικού σολίστα που διακατέχεται από θείο ερμηνευτικό οίστρο αλλά και μια αναμενόμενα φορτισμένη, μεθυστικά σαγηνευτική ερμηνεία. Στο γεμάτο αριστοτεχνικούς μανιερισμούς παίξιμό του κυριάρχησε η ονειροπόλα εκφραστική εσωστρέφεια μιας καθαρόαιμα ρομαντικής ανάγνωσης εμπλουτισμένης, ωστόσο, με ακραίες εξάρσεις και αντιθέσεις που παραπέμπουν σε κατακτήσεις της ιστορικής ερμηνευτικής. Από παράγραφο σε παράγραφο, ήχος και φραστική εναλλάσσονταν με θεατρικότητα από το αιθέριο, πτητικό, ηδονικά ρευστό στο αιχμηρό, τραχύ, άγριο. Το καταληκτικό Allegro molto δόθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και διονυσιακό οίστρο που άγγιζε την αγριότητα, ταυτόχρονα όμως με αψεγάδιαστη ακρίβεια και ύψιστη μουσικότητα και επιπλέον βρίσκοντας χώρο για φευγαλέες αναλαμπές συναισθήματος! Ήταν ένα πραγματικά μαγευτικό φινάλε βραδιάς!
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου