. Τροφώνιο Ωδείο

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

O Πίτερ Μπρουκ εξηγεί στο Βήμα γιατί επέλεξε να ανεβάσει τη δική του εκδοχή πάνω στον «Μαγικό αυλό»

Πίτερ Μπρουκ: «Εχουµε ανάγκη την ποιότητα, είναι δύσκολο να τη βρούµε»
Της Ισμα Μ. Τουλάτου 
Μαγειρεύει µε κρέµα, αίµα και µπαχαρικά. Οσοι αρέσκονται στο ψωµί και στο νερό θα πρέπει να στραφούν αλλού» έγραφε το 1953 ο θεατρικός κριτικός και συγγραφέας Κένεθ Τάιναν για τον νεαρό τότε Πίτερ Μπρουκ.
Στα 86 του χρόνια σήµερα ο βετεράνος βρετανός σκηνοθέτης εξακολουθεί να προκαλεί τις «νεκρές παραδόσεις». Ωστόσο, και ειδικά από τότε που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου Bouffes du Nord στο Παρίσι το 1974 – το «τιµόνι» του οποίου άφησε το 2008 –, τα υλικά που χρησιµοποιεί είναι διαφορετικά: καθαρότητα, ελαφράδα και αποσταγµένη κοµψότητα. Η εν λόγω «συνταγή» αντικατοπτρίζεται κρυστάλλινα στην παράσταση «Ενας µαγικός αυλός» που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έχοντας ήδη διαγράψει µια εντυπωσιακή διεθνή διαδροµή και κατακτήσει το Βραβείο Μολιέρος για το 2011 ως η καλύτερη παραγωγή µουσικού θεάτρου: ο σκηνοθέτης επέλεξε να «πειράξει» ελαφρώς τον τίτλο της τελευταίας όπερας του Μότσαρτ υπογραµµίζοντας µε τον τρόπο αυτόν ότι προτείνει απλώς µια διαφορετική εκδοχή.
Γιατί, άραγε, ο Μπρουκ θέλησε να αναµετρηθεί µε τον «Μαγικό αυλό» τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή;  
«Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι τόσο µυστηριώδης όσο και η ίδια η όπερα» λέει στο «Βήµα» ο σκηνοθέτης. «Στην καριέρα µου ασχολήθηκα µε διαφορετικά έργα τη στιγµή ακριβώς που ένιωθα ότι ήταν η σωστή. Η εµπειρία µου τόσο στο Theatre des Bouffes du Nord όσο και στις περιοδείες απέδειξε πόσο βαθιά είναι η ανάγκη για επαφή µε την ποιότητα, την οποία δεν µπο ρεί κανείς να βρει στην καθηµερινή συσσώρευση προβληµάτων και δυστυχίας τού σήµερα. Η µουσική του Μότσαρτ µπορεί να εξηγήσει το ανεξήγητο. Προχωρεί πέρα από τις λέξεις και µας ανοίγει µια πόρτα στην κατάπληξη. Ανοίγει νέους δρόµους και προοπτικές».

Μακροχρόνια σχέση µε την όπερα
Η σχέση του Πίτερ Μπρουκ µε την όπερα είναι µακροχρόνια. Τη δεκαετία του 1940, από τη θέση του διευθυντή παραγωγής στο Κόβεντ Γκάρντεν, ήρθε σε επαφή µε τα συντηρητικά ήθη και τους περιορισµούς που επέβαλλε το «κατεστηµένο» των προβών το οποίο ίσχυε στη µεταπολεµική Βασιλική Οπερα της Αγγλίας.
Επί χρόνια διηγείτο την εµπειρία του από µια παραγωγή της όπερας «La Bohème», όταν τέσσερις πρωταγωνιστές δεν είχαν συναντηθεί µεταξύ τους παρά µόλις 20 λεπτά πριν από την έναρξη της πρεµιέρας. Εκτοτε η επαφή του µε το είδος ήταν περιστασιακή: η «Τραγωδία της Κάρµεν», οι «Εντυπώσεις του Πηλέα» (και σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαφοροποιηµένοι τίτλοι είναι ενδεικτικοί της πρόθεσής του να καταθέσει µια διαφορετική πρόταση) και, φυσικά, ο «Ντον Τζιοβάνι» στο Φεστιβάλ της Aix-en -Provence σηµατοδοτούν την επιστροφή του στο λυρικό θέατρο.

Πόσο διαφορετική είναι η δουλειά του στην όπερα από ό,τι στο θέατρο λόγου; «Αυτό που πάντα ήθελα να κάνω είναι να ανακαλύπτω καινούργια πράγµατα κάνοντας τα πάντα σε κάθε κατεύθυνση µε γνώµονα την ενέργεια του κάθε είδους: την ενέργεια, τον σωµατικό ενθουσιασµό και τη συµµετοχή σε κάθε διαφορετικό είδος» εξηγεί ο Πίτερ Μπρουκ. «Καθεµιά από τις επιλογές µου τόσο στην όπερα όσο και στο θέατρο µου υπαγορεύθηκε περισσότερο από ένα αδιαµόρφωτο προαίσθηµα παρά από την αυστηρή λογική. Πάντοτε κυνηγώ το άυλο, το άπιαστο. Τίποτε δεν είναι πιο σηµαντικό σε µια θεατρική ή µια οπερατική παράσταση από τους ανθρώπους που τη δηµιούργησαν» συµπληρώνει.

Ο Πίτερ Μπρουκ χαρακτηρίζει τη δουλειά του ίδιου και των συνεργατών του – της συγγραφέως και σκηνοθέτιδος Μαρί Ελέν Ετιέν, του συνθέτη Φρανκ Κράβτσικ, ο οποίος εν προκειµένω µε ένα πιάνο «υποκαθιστά» την ορχήστρα, και των εννέα τραγουδιστών-ηθοποιών που συµµετέχουν στην παραγωγή – ένα «ταξίδι στην ανακάλυψη». Τι ακριβώς εννοεί; «Πειραµατιζόµασταν κάθε µέρα και λίγο λίγο στις ίδιες τις ρίζες του λυρισµού όπως αυτές µας αποκαλύπτονταν σταδιακά. Γι’ αυτό, άλλωστε, ονοµάσαµε την παραγωγή “Ενας µαγικός αυλός” και όχι “Ο µαγικός αυλός”.Επειδή αυτή η παράσταση δεν φτιάχτηκε µε τη φιλοδοξία να αναµετρηθεί µε άλλες οι οποίες χρησιµοποιούν εντυπωσιακά εφέ, βίντεο και βαριές αλλαγές σκηνικών. Τις σέβοµαι, αλλά εδώ προσπαθούµε να δηµιουργήσουµε κάτι διαφορετικό. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω µε µια οµάδα νέων τραγουδιστών οι οποίοι ήταν ανοιχτοί σε καινούργια πράγµατα και διατεθειµένοι να µην “τροµοκρατηθούν” από το βάρος της παράδοσης. Η Μαρί Ελέν Ετιέν και ο Φρανκ Κράβτσικ περιέβαλαν µε τον µεγαλύτερο σεβασµό και αγάπη αυτή την εκδοχή και προσπαθήσαµε να βρούµε τι είναι αυτό που είχε βαθµιαία µπλοκάρει τους τραγουδιστές από την αποκατάσταση της εσωτερικής σχέσης ανάµεσα στη µελωδική γραµµή και στις γερµανικές λέξεις».


«Η µεγαλύτερη ελπίδα είναι να σε θυµούνται»
Παρά τα 86 του χρόνια, ο Πίτερ Μπρουκ δεν µοιάζει διατεθειµένος να εγκαταλείψει τη σκηνή και αποφεύγει να χαρακτηρίσει τον «Μαγικό αυλό» το κύκνειο άσµα του. Οπως χαρακτηριστικά δήλωνε τον περασµένο Ιούλιο στην εφηµερίδα «The Wall Street Journal», το κοινό θα ανακαλύψει την τελευταία δουλειά του όταν αυτός πλέον θα έχει φύγει από τη ζωή. Επί του παρόντος θα συνεχίσει να εργάζεται. «∆εν µου αρέσει αυτή η ιδέα των αποχαιρετισµών» έλεγε ο σκηνοθέτης.

Στο ίδιο µήκος κύµατος ο Μπρουκ υποστηρίζει ότι δεν τον απασχολεί ούτε ο θρύλος του, η «κληρονοµιά» του. «Ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο» τόνιζε σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Γι’ αυτό είµαι τόσο ενθουσιασµένος που δύο φρέσκα πρόσωπα πήραν τη σκυτάλη από µένα στο θέατρο Bouffes du Nord. Ο τρόµος ότι κάποιος ίσως προσπαθήσει να αναπαραγάγει αυτό που έκανα κάποτε εγώ κυριολεκτικά µε θορυβεί. Εξίσου σοκαρίστηκα όταν πρόσφατα ένας παραγωγός του West End µου έγραψε στα καλά καθούµενα προκειµένου να µε ρωτήσει αν ήµουν διατεθειµένος να ανεβάσω και πάλι το “Ονειρο θερινής νυκτός” που παρουσίασα πριν από 40 χρόνια. Κάτι τέτοιο δεν µε ενδιέφερε καθόλου. Το θέατρο ζει τη δεδοµένη στιγµή. Αυτό όµως που πραγµατικά µε συγκινεί είναι όταν µε πλησιάζουν άνθρωποι στον δρόµο οι οποίοι έχουν την εντύπωση ότι έχω πλέον αποσυρθεί και µου λένε ποια συγκεκριµένη εµπειρία από τη δουλειά µου τους έχει µείνει. Αυτό για µένα είναι η πραγµατική κληρονοµιά: η ιδέα ότι κάποιος έχει αφήσει ένα σηµάδι στη µνήµη των ανθρώπων. Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι η µεγαλύτερη ελπίδα για έναν σκηνοθέτη».


Ξυπόλυτοι τραγουδιστές και στύλοι από μπαμπού
Πρωταγωνιστές χωρίς παπούτσια, που τραγουδούν στα γερμανικά και συνομιλούν στα γαλλικά, μια «γυμνή» σκηνή διάσπαρτη με στύλους από μπαμπού οι οποίοι διαρκώς συντάσσονται και ανασυντάσσονται προκειμένου να υπαινιχθούν ένα κλουβί ή τους τοίχους του ναού του Σαράστρο και ένα πιάνο αντί για ορχήστρα αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της 90λεπτης παράστασης.

Χωρίς βαριά σκηνικά, απαλλαγμένη από τους πάμπολλους συμβολισμούς οι οποίοι κατά καιρούς αποτελούν «παγίδα» καθιστώντας το ανέβασμα της όπερας αντικειμενικά δύσκολο, μ’ αυτή την παραγωγή ο Μπρουκ επιχειρεί, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει, να επιστρέψει στην πηγή του έργου, που είναι ένα πολύ απλό, καθαρό παραμύθι.

Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι η αναζήτησή του για την «ουσία του ίδιου του είδους της όπερας» παίρνει χρόνο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εργάστηκε επί μακρόν με τους συντελεστές της παραγωγής.

Οπως μάλιστα εξομολογήθηκε προ μηνών στην εφημερίδα «The Guardian», ακόμη και το σκηνικό είναι αποτέλεσμα δοκιμής και λάθους. «Ποτέ δεν απλοποιώ συνειδητά» δήλωνε στην ίδια συνέντευξη, για να προσθέσει την επόμενη στιγμή:

«Ακολουθώ τη διαίσθησή μου και αφήνω τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Ο χρόνος δεν συγχωρεί, έχει μια καταστροφική δύναμη αλλά ταυτόχρονα ξέρεις ότι, αν τον εμπιστευτείς και δείξεις ψυχραιμία, θα σε πάει κατευθείαν στην ουσία του πράγματος».

Η πρεμιέρα της παραγωγής δόθηκε στο Παρίσι το 2010 και έκτοτε έχουν ακολουθήσει παραστάσεις σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Μιλάνο και Νότια Αμερική. Στις κριτικές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας ως σήμερα, ο Φρανκ Κράβτσικ αναδεικνύεται ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τους «New York Times» που αναφέρει ότι ο συνθέτης δεν ξεχωρίζει μόνο για την κομψή ερμηνεία του αλλά και για την ελεύθερη διασκευή του μουσικού κειμένου του Μότσαρτ: «Το πιάνο θα μπορούσε να είχε εύκολα εκπέσει σε ένα φτωχό υποκατάστατο της ορχήστρας» υπογράμμισε η εφημερίδα μετά την πρεμιέρα της Νέας Υόρκης. «Ωστόσο, παίζοντας με ρυθμική ελευθερία, αυτοσχεδιαστική διάθεση και ευαισθησία, ο Κράβτσικ μετατρέπει το πιάνο σε ακόμη έναν χαρακτήρα».

ποτε & που
Η παράσταση «Ενας μαγικός αυλός» θα παρουσιαστεί στις 2, 3, 4 και 5 Νοεμβρίου στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. 
Σκηνοθεσία: Πίτερ Μπρουκ, προσαρμογή: Π. Μπρουκ, Φ. Κράβτσικ, Μαρί Ελέν Ετιέν. Ερμηνεύουν: Ντίμα Μπαουάμπ, Μαλιά Μπεντί Μεράντ, Λεϊλά Μπεναμζά, Ζαν-Κριστόφ Μπορν κ.ά. Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου